Ο Θεός βλέποντας τους ανθρώπους να είναι βουτηγμένοι στην αμαρτία, στην ασέβεια και στην ανηθικότητα, οργίστηκε και θέλησε να τους τιμωρήσει για την ανυπακοή τους. Είδε τον Νώε να κάθεται μόνος και απελπισμένος.
Σκέφτηκε τα ζώα, τα φυτά, τη γη, που κάποτε με αγάπη τα δημιούργησε και τότε είπε στον Νώε να φτιάξει μια Κιβωτό αρκετά μεγάλη ώστε να χωρέσει μέσα από ένα ζευγάρι από όλα τα είδη του ζωικού βασιλείου και να προμηθευτεί τροφή για σαράντα μέρες.
Ο Νώε αμέσως άρχισε να μαζεύει υλικά με τη βοήθεια των παιδιών του και να σχεδιάζει πως θα μπορούσε να κατασκευάσει μια τόσο μεγάλη και στερεά Κιβωτό, για να κάνει πράξη το θέλημα του Θεού.
Εργαζόταν με την οικογένειά του ενώ γύρω του όλοι γελούσαν και ειρωνεύονταν το έργο του…
Δεν ξέρω πόσο στέκει ιστορικά το γεγονός ότι από την μέρα που Θεός ζήτησε από τον Νώε να κατασκευάσει την Κιβωτό για να σώσει το ανθρώπινο γένος και το ζωικό βασίλειο, πέρασαν σαράντα μέρες. Όπως και αν ο κατακλυσμός κράτησε σαράντα μέρες ή αν πέρασαν σαράντα μέρες για να «τραβήξουν» τα νερά.
Προ και Μετά Χριστό όμως, ο αριθμός 40 σχετίζεται με πολλά γεγονότα.
Και όταν η Κιβωτός ολοκληρώθηκε, ξάφνου ακούστηκε θόρυβος μεγάλος, σύννεφα άρχισαν να απλώνονται στον ουρανό και να κρύβουν τον ήλιο. Ο Νώε κατάλαβε πως έφτασε η ώρα. Τα πόδια του λύγισαν. Γονάτισε στην γη και προσευχόταν στον Θεό.
Ο Νώε σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και παρακαλούσε, μα τη φωνή του την έπνιγαν διάφοροι ήχοι γύρω του. Ως εκ θαύματος στο δεξί του χέρι κρατούσε μια σάλπιγγα και αυθόρμητα άρχισε να καθοδηγεί τα ζώα που έρχονταν προς αυτόν τρομαγμένα, το ένα πίσω από το άλλο.
Πρώτα άρχισαν να μπαίνουν τα μεγάλα ζώα για να ισορροπήσει η Κιβωτός, που ήδη είχαν αρχίσει να την σηκώνουν τα νερά. Έφτασαν και τα πιο απομακρυσμένα ζώα. Η Κιβωτός άρχισε να ανεβαίνει επικίνδυνα. Όλοι, όπως μπορούσαν προσπαθούσαν να κλείσουν τις πόρτες.
Ο Νώε ανέβηκε ψηλά στην οροφή όπου είχε βάλει θέσεις για τα πετούμενα που μπήκαν από τα παράθυρα και πήραν θέσεις ίσες με του μέγεθος τους. Πήγε να κλείσει τα παράθυρα, να μιλήσει και να χαϊδέψει τα μικρά τρομαγμένα πουλάκια. Τη στιγμή που έκλεινε το τελευταίο παράθυρο είδε ανθρώπους μέσα στα νερά να ζητούν βοήθεια. Ήταν πια πολύ αργά. Όσο και να λυπήθηκε δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Σε λίγο όλα είχαν σκεπαστεί με το νερό.
Θεϊκή δύναμη καθοδηγούσε τον Νώε. Μετρούσε τις μέρες με το κακάρισμα της κότας, που κάθε πρωί έκανε ένα αυγό. Έτσι καταλάβαινε την καινούργια μέρα. Τάιζε τα ζώα, έπαιρνε γάλα για πρωινή τροφή με την οικογένειά του και στο τέλος της ημέρας τα πουλιά κάθονταν στις θέσεις τους σε ζευγάρια και τιτίβιζαν. Ώρα για ύπνο.
Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα με μεγάλη τάξη, υπομονή και υπακοή. Κατά το θέλημα του Θεού.
Οι σαράντα μέρες τέλειωσαν. Η βροχή σταμάτησε. Άρχισαν δειλά- δειλά να φαίνονται οι πρώτες ηλιαχτίδες. Τα ζώα άρχισαν να κινούνται και ακούγονται οι φωνές τους. Ο Νώε κατάλαβε τότε, πως έπρεπε να ανοίξει κάποιο παράθυρο. Είδε έξω ησυχία, αλλά παντού νερά…
Στο βάθος σαν να φάνηκε μια βουνοκορφή. Τότε σκέφτηκε τον κόρακα, σαν γερό και ανθεκτικό πουλί. Αν και το χρώμα του δεν ταίριαζε σε αυτή τη στιγμή, του είπε να πάει να δει αν υπάρχει ζωή και να γυρίσει πίσω να του πει τι είδε.
Ο κόρακας πέταξε ψηλά, αλλά όπου και αν κοιτούσε, έβλεπε παντού έβλεπε πτώματα. Πουθενά ζωή… αλλά πολλή τροφή για αυτόν, με αποτέλεσμα ν’ αρχίζει να τρώει λαίμαργα, ξεχνώντας έτσι τον Νώε που τον περίμενε με αγωνία. «Μαύρο πουλί…», σκέφτηκε και αποφάσισε να στείλει ένα ακόμα πουλί, που δεν ήταν άλλο, από την άσπρη περιστέρα.
Ένα άσπρο περιστέρι ήρθε και στάθηκε μπροστά του, κάνοντας χαριτωμένες κινήσεις και του γλυκοκελαηδούσε.
Γλυκοκελαηδούσε για τελευταία φορά.
Της είπε να πετάξει, να πάει να δει αν υπάρχει ζωή. Άνοιξε ένα παράθυρο και η περιστέρα πέταξε μακριά, αλλά κι αυτή δεν είδε σημείο ζωής πουθενά. Είδε όμως κάτι να ξεπροβάλλει σαν βράχος και πάνω του φάνηκε ένα κλαδάκι από ελιά.
Πήγε και κάθισε πάνω του και από εκεί είδε την τιμωρία της ανυπακοής, της ασέβειας. Είδε ανθρώπινα πτώματα, πτώματα ζώων, κομμάτια από φυτά, από δέντρα και ό,τι άλλο σηκώνει το νερό. Να πλέουν αντικείμενα. Μια φρίκη…
Και τότε η περιστέρα άλλαξε… Τα μάτια της έγιναν στρογγυλά σαν γυαλί και άρχισε να μοιρολογεί για τα αμαρτήματά του ανθρώπινου γένους.
Συντετριμμένη έκοψε ένα κλαδάκι από το δέντρο και το πήγε στον Νώε. Σημάδι ζωής. Εκείνος κατάλαβε πως τα νερά υποχωρούσαν και χαμογελώντας την χάιδεψε και την ευχαρίστησε. Μα η περιστέρα γουργούρισε και δεν κελαηδούσε πια, με αυτά που είδαν τα μάτια της.
Σε λίγες μέρες η Κιβωτός στάθηκε. Χτύπησε στον όρος Αραράτ. Άνοιξαν πόρτες και παράθυρα και η ζωή άρχισε να απλώνεται ξανά πάνω στη γη.
Η περιστέρα, υπακούοντας τον Νώε, έφερε στον κόσμο ελπίδα. Από τότε τα περιστέρια, όταν πατάνε στα πόδια τους, δεν είναι σταθερά γυρίζουν γύρω-γύρω, κάνουν μικρούς κύκλους, ανοίγουν τα φτερά τους. Όπως έκανε η περιστέρα για να κρατηθεί στο πρώτο κλαράκι από ελιά που είδε το φως του ήλιου μετά τον κατακλυσμό.
Από το «Προσωπικό αρχείο» της Ελένης Γκαρμάτη-Πάρλαλη εν έτει 2014