Φτάνει να θέλει ο Έλληνας, να το αποφασίσει. Δεν τον φοβίζει η ξενιτιά, οι στερήσεις, η πείνα. Αν βάλει κάτι στο μυαλό, μια μέρα θα το κάνει. Ένα καράβι σηκώνει την άγκυρα, ποιος ξέρει για που πάει. Πάει σε τόπους κοντινούς ή πάει μακριά στα ξένα; Μ’ ένα σακί στην πλάτη ο Έλληνας ανεβαίνει στο πλοίο. Ποιος ξέρει αν είναι πρόσφυγας, αν είναι μετανάστης. Ποιος ξέρει σε ποιο λιμάνι θα κατέβει, ποια χώρα θ’ αντικρίσει. Τι πόνους και τι βάσανα έχει να συναντήσει.
Στο λιμάνι που κατέβηκε, θυμήθηκε την πατρίδα. Τα μάτια του δακρύσανε, μα η καρδιά του λέει: σ’ όποια χώρα κι αν βρεθείς, σε όλη την οικουμένη, θα βρεις κι άλλους Έλληνες που πήγαν από χρόνια και πήγαν τον πολιτισμό, τα γράμματα, την τέχνη. Εργάστηκαν και πρόκοψαν και γίνανε μεγάλοι. Την πίστη τους δεν ξέχασαν, τη Γαλανή Πατρίδα.
Τα ήθη και τα έθιμα διδάσκουν στα παιδιά τους. Τους λένε να διαβάζουνε Ελληνική Ιστορία, που είναι μεγάλη και τρανή. Φιλόσοφοι την δίδαξαν, ιστορικοί την έγραψαν. Τι κι αν τώρα είναι μικρή η Γαλανή Πατρίδα, γιατί της κόβουν τα φτερά οι ισχυροί, με πολέμους και πονηριές, με μίσος και ψεύτικες Δημοκρατίες. Η πραγματική Δημοκρατία γεννήθηκε εδώ, στην Ελλάδα, και είναι μια, δεν έχει σύνορα.
Μα λησμονούν πως η Ευρώπη είναι κόρη της Ελλάδας; Μα πως μπορεί να είναι μικρή; Αφού από τα φώτα της όλοι παίρνουν φως, παίρνουν γραφή, διδάσκονται Ιστορία, μαθαίνουν ν’ αγωνίζονται, ψυχή, νου και σώμα.
Ο Έλληνα κάπου στάθηκε και αποφάσισε να μείνει. Εκεί να κάνει σπιτικό, προσωρινή πατρίδα. Ανοίγει το σάκο, δυο ρούχα, τ’ απαραίτητα. Μια εικόνα, ένα κλαρί ελιάς, ένα σιτάρι, ένα κλήμα, ένα καράβι κι ένα περιστέρι.
Μια ελιά, λάδι για εκείνον. Ένα κλίμα κρασί για την Κοινωνία και για εκείνον. Ένα περιστέρι, σύμβολο ειρήνης και επικοινωνίας.
Από το «Προσωπικό αρχείο» της Ελένης Γκαρμάτη-Πάρλαλη