Όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε για την Βαυαρική αποικία που το 1837 ιδρύθηκε στο Αράκλι , σημερινό Ηράκλειο Αττικής, από εθελοντές στρατιώτες που είχαν ακολουθήσει τον Όθωνα σε αναζήτηση καλύτερης μοίρας. Γνωρίζουμε επίσης ότι η λεωφόρος Κύμης «χρωστά» την ονομασία της στους Κουμιώτες λιγνιτωρύχους που μεταπολεμικά, έφτασαν μαζί με τις οικογένειές τους στην Καλογρέζα και το Νέο Ηράκλειο για να δουλέψουν στα δύο λιγνιτωρυχεία. Πόσοι από εμάς όμως γνωρίζουμε ότι οι «δεσμοί» αυτών των κοινοτήτων είναι βαθύτερες στο χρόνο; Ότι Βαυαροί και Έλληνες λιγνιτωρύχοι εργάστηκαν πλάι –πλάι στα ανθρακωρυχεία της Κύμης για δυόμισι δεκαετίες (1834-1859); Και πως οι οικογένειές τους ρίζωσαν, μετά την Κύμη, στο Ηράκλειο; Αλλά ας προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι αυτών των συγκυριών που έφερε την οικογένεια Φιξ από την Κύμη στο Ηράκλειο Αττικής…
Η είσοδος του ορυχείου στην Κύμη.
Ξυλογραφία του H. Clerget σε σχέδιο του H. Belle (Le Tour du Monde 32/1876, σ. 80)
Οι απαρχές
Στο εξαιρετικό ιστολόγιο «Graecogermanica- Γερμανοί στην Ελλάδα 1833-1862» διαβάζουμε:
«Σε μια ορεινή περιοχή με ωραιότατα έλατα, άγριες φράουλες και κυκλάμινα, που η βασίλισσα Αμαλία παρομοίαζε με το Τιρόλο, μέσα σε μια μικρή κοιλάδα χωρίς θέα, αλλά με υγιεινό κλίμα, 3 περίπου χλμ από την Κύμη, Βαυαροί στρατιώτες υπό τις διαταγές του λοχαγού Karl Fortenbach πραγματοποιούσαν κατ' εντολή της Αντιβασιλείας από το 1834 δοκιμές για την εξόρυξη γαιανθράκων, των οποίων η ύπαρξη ήταν από παλιά γνωστή, εντούτοις είχαν μείνει ανεκμετάλλευτοι. Παρ' ό,τι οι γαιάνθρακες που έφερναν στο φως οι επιμελείς αξίνες των Σκαπανέων δεν αποδείχθηκαν πρώτης ποιότητας, η Κυβέρνηση αρνήθηκε τις προτάσεις εκμίσθωσής τους από ξένους επιχειρηματίες (τον Άγγλο Strong, τους Γάλλους Séguin και Feraldi) και αποφάσισε ότι το ορυχείο θα λειτουργούσε ως δημόσια επιχείρηση, με έξοδα της Επικρατείας.
Τα πρόσωπα
Το φθινόπωρο του 1836, με τη λήξη της τετραετούς υποχρεωτικής θητείας και την επιστροφή στη Γερμανία των πρώτων Βαυαρών εθελοντών, το ορυχείο κινδύνευε να μείνει χωρίς προσωπικό. Τότε αποφασίστηκε να ενταχθεί η Κύμη στο πρόγραμμα του "αποικισμού", δηλαδή της μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα Γερμανών τεχνιτών και αγροτών, που ήδη εφαρμοζόταν στο Ηράκλειο Αττικής και στην Τίρυνθα Αργολίδος. Έτσι σχεδιάστηκε η δημιουργία κοντά στο ορυχείο ενός γερμανικού συνοικισμού στρατιωτικών, οι οποίοι έπρεπε να έχουν ειδικές γνώσεις ορύκτη ή ξυλουργού ή μεταλλουργού, αλλά και την πρόθεση να παραμείνουν στην Ελλάδα μετά την άφεσή τους· κοντά σ' αυτούς θα εκπαιδεύονταν νεαροί `Έλληνες, για τη διασφάλιση της μελλοντικής λειτουργίας του ορυχείου. Τα κίνητρα ήταν 1)η μόνιμη θέση εργασίας, 2)έκταση γης, επίδομα 124 δρχ, δάνειο 400 δρχ (με τόκο 12%), δωρεάν ξυλεία από το παρακείμενο δάσος και δωρεάν πέτρα -άφθονη επιτόπου- για κατασκευή σπιτιού και 3)η απαλλαγή των εγγάμων από τη στρατιωτική ιδιότητα.
Οι πρώτοι δεκαοκτώ που δήλωσαν διατεθειμένοι ν' αποικιστούν ανήκαν σε τεχνικά στρατιωτικά τμήματα (λόχους Σκαπανέων, Γρεναδιέρων ή Εργατών/Τεχνιτών). Οι δεκατέσσερις από αυτούς είχαν εργασθεί σε ορυχεία της πατρίδας τους, πέντε μάλιστα ήταν γιοι ανθρακωρύχων. Άλλες ειδικότητες που δηλώθηκαν ήταν σιδηρουργός, λιθοξόος, κτίστης, φρεατωρύχος και ξυλουργός. Περισσότεροι από τους μισούς είχαν ηλικία 32-42 ετών, μόνον τρείς ήταν έγγαμοι. Από τους πρώτους δεκαοκτώ δηλωθέντες διορίστηκαν τελικά οι Christian Bauer, Augustin Brandner, Johann Adam Fix, Christian Friedrich, Heinrich Jung, Karl Gottlob Kaden, Johann Krill και Otto Schiller.»
Ο ορύκτης Johann Adam Fix
Από τους Βαυαρούς λιγνιτωρύχους με τη μακρότερη παρουσία στην Κύμη ήταν κι ο ορύκτης Johann Adam Fix (1835-51) που είχε καταταγεί ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό και ανήκε στο 7ο Τάγμα Πεζικού -επρόκειτο για το μεγαλύτερο σώμα εθελοντών που ήλθε ποτέ στην Ελλάδα, αποτελούμενο από περίπου 1200 άνδρες, 80 γυναίκες και 50 παιδιά. Το 7ο Τάγμα Πεζικού ξεκίνησε από τη Γερμανία τον Φεβρουάριο 1834. Τον 37χρονο Άνταμ Φιξ ακολούθησε στο μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι η 22χρονη σύζυγό του Eva Fix από το Alzenau της Βαυαρίας που κατά τη διάρκεια της πορείας προς την Τεργέστη αρρώστησε από νευρική νοσταλγία (nostalgia nervosa). H ασθενής νοσηλεύθηκε τέσσερις ημέρες στο Kirchdorf της Αυστρίας. Εδώ χάνονται όπως σημειώνεται στο «Graecogermanica- Γερμανοί στην Ελλάδα 1833-1862», τα ίχνη της Eva. «Δεν γνωρίζουμε αν κατάφερε να συνεχίσει το ταξίδι και να φθάσει στην Ελλάδα, αν έζησε τα γεγονότα στη Μάνη, όπου το 7. Τάγμα αποδεκατίστηκε, αν ακολούθησε τον άντρα της στις στρατιωτικές του μετακινήσεις. Πάντως ο Adam εμφανίζεται στους καταλόγους ως έγγαμος τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 1836, εγκατεστημένος στη βαυαρική στρατιωτική αποικία της Κύμης ως σιδηρουργός στο νεοσύστατο εκεί ανθρακωρυχείο. Γνωρίζοντας όμως ότι ο ίδιος απολύεται τον Δεκέμβριο 1837 και επιστρέφει μόνος στην πατρίδα του για να επανέλθει τρία χρόνια αργότερα στην Κύμη με μια νέα σύζυγο, υποθέτουμε ότι η Ελλάδα μάλλον δεν αποτέλεσε για την Eva μια ευτυχή αλλαγή στη ζωή της».
Δεν χάνονται όμως και τα ίχνη του Άνταμ Φιξ από τα Οθωνικά αρχεία. Το 1837 με την λήξη της στρατιωτικής του θητείας επιστρέφει , όπως ήδη σημειώθηκε, στη Γερμανία και το 1940 τον ακολουθεί στην Κύμη η νέα σύζυγός του Margaretha Naumann, επίσης από το Alzenau της Βαυαρίας. Απέκτησαν πέντε παιδιά (το τελευταίο γεννήθηκε το 1846). Θα συνταξιοδοτηθεί σε ηλικία 47 ετών. Μάλιστα «οι ανίκανοι για εργασία λόγω εργατικού ατυχήματος, ηλικίας ή ασθένειας, έπαιρναν σύνταξη από το Ταμείο Ορυκτών, περίπου 15 δρχ τον μήνα. Επειδή το ποσόν αυτό δύσκολα κάλυπτε τις βιοτικές ανάγκες του συνταξιούχου, ειδικά ενός οικογενειάρχη, συνήθως αυτός εξακολουθούσε να εργάζεται ως έκτακτος εργάτης. Ο Adam Fix π.χ. συνταξιοδοτήθηκε το 1844 λόγω ηλικίας (47) και αδυναμίας με 15 δρχ, ενώ είχε γυναίκα και τέσσερα ανήλικα τέκνα. Του χορηγήθηκαν 5 δρχ επιπλέον αφού παρουσιάσθηκε και παραπονέθηκε στο βασιλικό ζεύγος, που κατά τύχη επισκέφθηκε την Κύμη το ίδιο έτος. Όμως εργαζόταν μέχρι τον θάνατό του σε ελαφρές εργασίες του ορυχείου».
Ο θάνατος του Αdam Fix καταγράφηκε ως περίπτωση ληστείας, παρά τα περίεργα χαρακτηριστικά της. «Ο Fix βρέθηκε νεκρός στο Κατηφόριο Αμαρουσίου τον Μάιο 1851. Ο χωροφύλακας που εστάλη επιτόπου βρήκε επί του πτώματος χρήματα και ρολόι και στο πλάι δύο κασέλες, των οποίων τα εντός πράγματα βρέθηκαν θραυσμένα σε κοντινό δάσος, ένα αλεξίβροχον και έναν μικρόν πέλεκυν. Η υπόθεση έμεινε ανεξιχνίαστη, ο χωροφύλακας αμείφθηκε για την εντιμότητά του.»
Την ίδια χρονιά ο γιός του Άνταμ Φιξ, ο Ιωάννης Φιξ (δεν μπορέσαμε να τεκμηριώσουμε εάν ήταν γιός της πρώτης ή της δεύτερης συζύγου) «ήρθε από το Μόναχο για να βρει τον πατέρα του. Δύο πιστολιές στη Μαγκουφάνα (η περιοχή της Πεύκης σήμερα), από τις οποίες ο πατέρας Φιξ έπεσε νεκρός, ήταν η αιτία ο γιος να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο Αττικής και να ξεκινήσει την παραγωγή της μπύρας, ορμώμενος από το γεγονός ότι αρκετοί Βαυαροί αξιωματικοί, είχαν εγκατασταθεί εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Ο Ιωάννης Φιξ, λοιπόν, φτιάχνει την πρώτη μπύρα στη χώρα μας, δίνοντάς της το όνομα της οικογένειάς του, ΦΙΞ.» (Πηγή https://www.fix-beer.gr) Περισσότερα για τους Βαυαρούς ανθρακωρύχους στην Κύμη στο: https://www.graecogermanica.gr
* Επιμέλεια κειμένου Δήμητρα Κουντή