Ίσως επειδή θεωρείται λέξη της αργκό, το μπαγιόκο δεν το έχει κανένα γενικό λεξικό, νεότερο ή παλαιότερο, μόνο από τα λεξικά της πιάτσας. Μπαγιόκο είναι τα χρήματα, και μάλιστα τα...
Η λέξη υπάρχει σε κάμποσα ρεμπέτικα τραγούδια, με γνωστότερο το Δυο μάγκες μες στη φυλακήτου Κώστα Τζόβενου, οι οποίοι, για να πείσουν τον διευθυντή να κάνει στραβά μάτια, υπόσχονται «μη μιλάς και κάνε μόκο, θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο».
Το μπαγιόκο ετυμολογείται από το ιταλικό baiocco, που ήταν ένα χάλκινο παπικό νόμισμα ευτελούς αξίας. Βέβαια, το σημερινό μπαγιόκο δηλώνει μεγάλο ποσόν, αλλά αυτό είναι συνηθισμένο στο λεξιλόγιο του χρήματος – ούτε ο παράς ήταν κανένα μεγάλο νόμισμα, αλλά παραλής είναι ο πλούσιος.
(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το ΒΗΜΑ)