Η μονομερίδα είναι μικρό δηλητηριώδες φίδι που το δάγκωμά του θεωρείται θανατηφόρο. Για την ετυμολογία. Ο Πάπυρος λέει ότι προέρχεται από το μονήμερος > μονημερίδα, επειδή το φίδι έχει ζήσει μόνο μία μέρα και η δραστικότητα του δηλητηρίου του δεν...
Την λέξη την χρησιμοποιεί ο Βαλαωρίτης που βάζει την Κυρά – Φροσύνη να λέει: «Αν μ’ έκανεν η μάνα μου οχιά, μονομερίδα, θα σε φιλούσα, πίστεψε, Βεζίρη, μες στο στόμα» και στον «Αθανάση Διάκο: «και σα μονομερίδα από να αρμό στον άλλονε κρυφά –κρυφά χωνεύει και μου ρουφάει υην δύναμη». Ο ίδιος υποσημειώνει ότι, επειδή η μομομερίδα έχει πλατιά την ουρά, πίστεψαν πως είναι δικέφαλη. Σε διήγημα του Χριστοβασίλη, διαβάζω: «σα να τον είχε τσιμπήσει στην καρδιά οχιά πικρή, η κακή μονομερίδα».
Πολύ συχνά ακούγεται μαζί με την οχιά: «οχιά και μονομερίδα να σε φάει», κατάρα ή «οχιά και μονομερίδα» σκέτο σαν στερεότυπη απάντηση (ατάκα) στο επίμονο ή δυσάρεστο «όχι» του συνομιλητή μας (πρβλ. Το κοντινότερο «οχιά κι αστρίτης». Στις μέρες μας, έχω δει την μονομερίδα να χρησιμοποιείται σε ευφυή λογοπαίγνια με την μονομέρεια και την ημερίδα.