Νάκα και νιάκα είναι η φορητή κούνια βρέφους, συνήθως από κατσικίσιο δέρμα, που την έδενε με λουριά η μητέρα στην πλάτη της για να κουβαλάει μαζί το μωρό της ενώ πήγαινε στα χωράφια για δουλειά. Κατά μήκος είχε δυο μικρές...
Τα παλιά τα χρόνια που οι γυναίκες έκαναν τις αγροτικές δουλειές, μόλις το μωρό σαράντιζε το έπαιρναν στη νάκα και έβγαιναν στα χωράφια. Φτάνοντας εκεί, κρεμούσαν τη νάκα στον ίσκιο κάποιου δέντρου και το μωρό κοιμόταν ενώ η μητέρα δούλευε. Τόσο σημαντική ήταν η νάκα, που στη Μάνη η μητέρα αποχαιρετούσε τη νιόπαντρη κόρη της με τη φράση: «Τη νιάκα σου, τη ρόκα σου και όξω από την πόρτα μου».
Ο Ν. Πολίτης διηγείται στις Παραδόσεις μια ιστορία από την Τριφυλία, όπου μια γυναίκα είχε πάει στο ποτάμι και κρέμασε από έναν πλάτανο τη νάκα με το παιδί της «που ήτανε σαν τα κρύα νερά. Αλλά οι ανεράιδες της το κλέψανε, και της έβαλαν στη νάκα ένα άλλο κατσιμουδιασμόνο, γογάρικο, κατσομαλλιασμένο, που όλο ενιούριζε».
(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το ΒΗΜΑ)