Μια φορά ένας, που κάποιος φίλος του είχε δώσει λεφτά, να του τα φυλάξει σκεφτόταν να του τα φάει. Ο φίλος του, του έλεγε να ορκιστεί και εκείνος φοβήθηκε και τράβηξε για την εξοχή. Φτάνοντας στην πύλη της πόλης, είδε έναν κουτσό και τον ρώτησε ποιος είναι και που πηγαίνει...
Και ο άνθρωπος τον ξαναρώτησε: «Και κάθε πόσο συνηθίζεις να επισκέπτεσαι μια πόλη;» Και ο όρκος του απάντησε: «Κάθε σαράντα χρόνια». Ο άνθρωπος την άλλη μέρα ορκίστηκε άφοβα πως δεν είχα πάρει παρακαταθήκη. Ο Όρκος όμως τον βρήκε και τον έσερνε για τον γκρεμό. Ο άνθρωπος τότε παραπονέθηκε πως, ενώ ο Όρκος του είπε πως περνά κάθε σαράντα χρόνια, τώρα τι ήθελε και τον ενοχλούσε κάθε μέρα και ο Όρκος του απάντησε: «γνώριζε πως, όταν κανείς το έβαλε σκοπό να με στεναχωρεί, ορμώ πάνω του και την ίδια μέρα».
Ο μύθος θέλει να μας πει πως δεν υπάρχει καθορισμένη μέρα που ο Θεός τιμωρεί τους ανθρώπους.