Τα παιδιά στον Πόντο έπαιζαν, κάθε φορά που ξέκλεβαν λίγη ώρα από τις δουλειές. Τα παιχνίδια τους ήταν αυτοσχέδια όπως αυτό που θα δούμε σήμερα και ονομάζεται τζιρτιχτέρα...
Έπαιζαν στις ακροποταμιές, στις πλατείες, μες στα σπίτια, πάνω στα δώματα, στα βοσκοτόπια, γενικά όπου έβρισκαν ευκαιρία. Έπαιζαν για δική τους ευχαρίστηση, αλλά και για να τους καμαρώνουν οι «σεϊρτζήδες» (φιλοθεάμονες).
Η τζιρτιχτέρα.
Τα παιδιά κατασκεύαζαν ένα σωλήνα από ίσια κλαδιά κουφοξυλιάς, αφού αφαιρούσαν το «χώρ’», δηλ. την εσωτερική εντεριώνη.
Στο ένα άκρο του τοποθετούσαν μικρό κομμάτι ξύλου με μια τρυπούλα. Από την άλλη άκρη έμπαινε ένα πρόχειρο έμβολο που κατασκευαζόταν από ξύλο σχεδόν ισόπαχο με τη διάμετρο του σωλήνα και που στην άκρη του έφερε κομμάτι από ύφασμα.
Σχηματιζόταν δηλαδή μια αναρροφητική αντλία, με την οποία, αφού τη γεμίζανε με νερό με αναρρόφηση, καταβρέχανε τους συνομήλικούς τους.
Παρόμοιο ήταν και το «πατλαγκούτσ’», μόνο που το έμβολο εκτόξευε βόλια που ήταν φτιαγμένα από την γέμιση του ξύλου, δηλαδή το «χώρ’».
Από την Εγυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης... (pontos)