Του Απόστολου Μαγγηριάδη
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του επιβλητικού κτιρίου του Ράιχσταγκ, του γερμανικού ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, είναι ο διάφανος θόλος...
Την Παρασκευή, θέμα συζήτησης ήταν η Ελλάδα. Ο επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών Φράνκ-Βάλτερ Στάινμαγερ ήταν ιδιαίτερα οξύς απέναντι στη Καγκελάριο Μέρκελ και τη συμφωνία της προηγούμενης εβδομάδας.
“Δεν περιμένω να πείτε ότι το SPD είχε δίκιο, περιμένω να ομολογήσετε το λάθος σας. Η λύση για την Ελλάδα δεν είναι βιώσιμη, ξέρετε πολύ καλά ότι αργά ή γρήγορα θα οδηγηθούμε σε κούρεμα του ελληνικού χρέους”, υποστήριξε.
“Δεν βοηθάει η σπέκουλα για το κούρεμα”, απάντησε ο υπουργός Οικονομικών Βολφγκανγκ Σόιμπλε. “Όλα όσα συζητάμε επιδεινώνουν το πρόβλημα όταν δεν εφαρμόζονται οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις”.
Έξω από το διάφανο θόλο του Κοινοβουλίου και μέσα στις κλειστές πόρτες της Καγκελαρίας, στελέχη της γερμανικής κυβέρνησης ομολογούν ότι το ελληνικό ζήτημα θα απασχολήσει κι άλλες Συνόδους Κορυφής –με ό,τι κόστος αυτό συνεπάγεται για τη Μέρκελ. Καμία, πάντως, από τις αποφάσεις που θα ληφθούν για την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί από το τρίπτυχο ανταγωνιστικότητα, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων και παραγωγικότητα. Πιο απλά, ο στενός δημοσιονομικός κορσές είναι η συνταγή της γερμανικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ για τα επόμενα 20 χρόνια στην Ευρώπη.
“Ακόμη κι αν γίνει κι άλλο κούρεμα στο χρέος σας, δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι δραματικά. Απλά θα καθυστερήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμοστούν στην ελληνική οικονομία”, δηλώνει μιλώντας σε Έλληνες δημοσιογράφους, καλεσμένους του ιδρύματος Κόνραντ Αντενάουερ, ο βουλευτής και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος για οικονομικά θέματα των χριστιανοδημοκρατών Γιόαχιμ Πφάιφερ, αποκλείοντας ταυτόχρονα κάθε συζήτηση για αμοιβαιοποίηση του χρέους της Ευρωζώνης, χαρακτηρίζοντας “καυσόξυλα” τα ευρωομόλογα και όχι εργαλείο αντιμετώπισης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.
Η γερμανική πολιτική και οικονομική ελίτ δεν αποδέχεται, ούτε συζητάει κεϋνσιανά μοντέλα αντιμετώπισης της κρίσης. Θεωρεί ότι τα επόμενα 5-10 χρόνια θα είναι κρίσιμα για να φανεί εάν η Ευρώπη θα μπορέσει να συνεχίσει να διαδραματίζει ρόλο στο παγκοσμιοποιημένο διεθνές οικονομικό περιβάλλον όπου αναδύονται νέες δυνάμεις όπως η Κίνα, η Βραζιλία και η Ινδία.
Η γερμανική λογική υποστηρίζει ότι μια Ευρώπη με γηρασμένο πληθυσμό και φορτωμένη με τεράστια επίπεδα χρέους δεν θα είναι ελκυστική για προσέλκυση κεφαλαίων, ούτε για χρηματοδότηση των δανειακών της αναγκών, αντιλαμβανόμενη ότι το κέντρο βάρους της οικονομικής ισχύος μεταφέρεται από τη Δύση στην Ανατολή. Ταυτόχρονα, όμως, θέλει να διατηρήσει πάση θυσία το ακριβό ευρώ από το οποίο πρώτη η ίδια επωφελείται αλλά και μια Ευρωζώνη με το ζωτικό οικονομικό χώρο που της εξασφαλίζει ενιαία αγορά για τα προϊόντα της.
Οι Γερμανοί έχουν αντιληφθεί ότι το παράκαναν με τα αρνητικά δημοσιεύματα απέναντι σε ένα λαό που δοκιμάζεται σκληρά από τη λιτότητα και την κρίση και δείχνουν να κατανοούν πως αν η παρούσα κυβέρνηση αποτύχει θα έχουν να κάνουν με μια Αριστερά που“δεν φαίνεται να καταλαβαίνει το πρόβλημα, ούτε όμως να διαθέτει τις σωστές απαντήσεις”.
Θεωρούν ότι σε 2 με 3 χρόνια θα αρχίσουμε να βλέπουμε τις θετικές επιπτώσεις στην οικονομία από τις μεταρρυθμίσεις, ενώ υποστηρίζουν ότι η “δραχμοφοβία” θα αντιμετωπιστεί οριστικά μόνο όταν δημιουργηθεί το κατάλληλο επιχειρηματικό περιβάλλον που θα προσελκύσει επενδύσεις και επιθετικές ιδιωτικοποιήσεις.
Η Τουρκία ή οι ασιατικές «τίγρεις» που πέρασαν από αντίστοιχες κρίσεις τη δεκαετία του ’90 είναι σημεία αναφοράς στο μυαλό της γερμανικής ηγεσίας όταν προσπαθεί να πείσει τους Έλληνες ότι η συνταγή που ακολουθούν είναι πετυχημένη -σύγκριση μάλλον παρακινδυνευμένη.
Αν και δημοσιογραφικοί κύκλοι στο Βερολίνο θεωρούν απομακρυσμένο το σενάριο ελληνικής εξόδου από το ευρώ, επειδή θα αύξανε κατακόρυφα τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης και πιθανόν θα οδηγούσε σε διάλυση την Ευρωζώνη, ρίσκο που κανένας πολιτικός δεν θα ήθελε να αναλάβει, η γερμανική ηγεσία μοιάζει να μην έχει ακόμη καταλήξει στο πώς θα επιβληθούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις σε μια ρημαγμένη από την ύφεση ελληνική οικονομία, και πώς θα εφαρμοστεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ένα αυστηρό μοντέλο παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, σε μια οικονομία σαν την ελληνική που δεν έχει ούτε τις δομές, ούτε την τεχνογνωσία του εργατικού δυναμικού, αλλά ούτε και την απαραίτητη εξωστρέφεια που θα της εξασφαλίσει έσοδα από εξαγωγές.
Για αυτό και το Ράιχσταγκ, θα χρειαστεί πιθανότατα να συνεδριάσει ξανά στο μέλλον για την Ελλάδα. Μόνο που σε εκείνη τη συνεδρίαση, η Καγκελάριος Μέρκελ θα πρέπει είτε να επιβραβεύσει τη χώρα μας για τα βήματα προόδου που θα έχει κάνει, είτε να ομολογήσει την αποτυχία της πολιτικής της. (aixmi)