O άνθρωπος ο οποίος έμαθε τους Έλληνες τι σημαίνει να συνδυάζεις τις αγορές με το όνειρο, που έκανε το δημιούργημά του συνώνυμο με τα γιορτινά ψώνια δεν είναι...
Η Ιστορία τού «Μινιόν» ταυτίζεται επί πολλές δεκαετίες με εκείνη της Αθήνας. Μεγάλωνε όσο μεγάλωνε κι η πόλη και ταυτόχρονα ήταν εκείνο που έφερνε κάθε λογής δώρο των νέων καιρών.
Από τις πρώτες κυλιόμενες σκάλες μέχρι τα πρώτα κομπιούτερ και από τον πρώτο αναπτήρα triplex έως τα σχέδια για το πρώτο franchise. Το σημαντικότερο όμως είναι πάντα αυτό που δεν μπορεί να μετρηθεί σε ισολογισμούς. Το «Μινιόν» συνδέθηκε με τις ωραιότερες στιγμές στη ζωή των Αθηναίων, τότε που είχε ακόμη σημασία να πηγαίνεις σε ένα «χειροποίητο» κατάστημα και να γνωρίζεις τον ιδιοκτήτη που εννοείται ότι ήταν πάντα εκεί, άλλοτε μοιράζοντας σοκολάτες στα παιδιά, πλάι στην Κράισλερ με τον Άγιο Βασίλη κι άλλοτε κουβαλώντας τα πράγματα των πελατών («μια φορά πήγα τα πράγματα κάτω, μου έδωσαν ένα εικοσάρικο, είμαι ο ιδιοκτήτης, κυρία μου, της είπα, αλλά πήρα το εικοσάρικο»).
Ακόμη κι όταν το «Μινιόν» ήταν ένας γίγαντας 1.000 υπαλλήλων και 120.000 διαφορετικών ειδών. Ας ακολουθήσουμε την πορεία του Γιάννη Γεωργακά που μας δίδαξε, όχι πώς κατακτάς το όνειρό σου -αυτό ήταν το εύκολο- αλλά πώς το φτάνεις έως τον ουρανό και πώς, όταν το βλέπεις να γίνεται στάχτη, ξαναρχίζεις από την αρχή.
Η ιστορία ενός ονείρου
Στο ορεινό χωριό Αυλώνα της Τριφυλίας, στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, οι επιλογές δεν ήταν πολλές. Μπορούσες μόνο να παλεύεις. Τη φτώχεια, την πείνα και την ελονοσία. Ο πατέρας του Γιάννη Γεωργακά, Μήτσος, χρόνια μετανάστης στην Αμερική, κατάφερε, επιστρέφοντας, να αγοράσει μαζί με τον αδερφό του ένα μαγαζάκι στην πλατεία του χωριού. Κάποια νύχτα όμως ληστές σήκωσαν τα πάντα και εξαφανίστηκαν με τα άλογά τους.
Η «επιχείρηση» καταστράφηκε και ο Μήτσος Γεωργακάς για να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του (έξι κορίτσια και ο Γιάννης) μάζεψε μερικά νεογέννητα αρνάκια (από τα αδύναμα, που τα χαρίζανε όπως ήταν το έθιμο οι φτωχοί στους πάμφτωχους), έφτιαξε μια μικρή στάνη και συνέχισε τη βιοπάλη. Το 1926 μέσα στην απελπισία τους στέλνουν τον μικρό Γιάννη (δεν είχαν ούτε τα λεφτά για να τον γράψουν στο Γυμνάσιο) στην Αθήνα, να δουλέψει στο μπακάλικο ενός θείου του. Δουλεύει εκεί και (με ψεύτικο πιστοποιητικό) γράφεται και στο νυχτερινό σχολείο. Αργότερα, αφήνει το μπακάλικο για να δουλέψει σε πρατήριο τσιγάρων και ύστερα γίνεται βοηθός παπατζή.
«Μόλις εμείς, τα ?Νερά?, βλέπαμε αστυνομικό φωνάζαμε ?Σύρμα!? κι ο παπατζής τα μάζευε και δρόμο. Η αμοιβή, πενήντα δραχμές για δέκα ώρες, μου έφτανε ίσια ίσα για φαγητό». Ύστερα φεύγει φαντάρος και το 1934 απολύεται και αρχίζει να δουλεύει πλασιέ με το ποδήλατό του. Γυρνάει τα περίπτερα κουβαλώντας μικροπράγματα. Ένα από αυτά τα περίπτερα, στα Χαυτεία, που ονομάζεται «Μινιόν», το έχει νοικιάσει ο Αγγελος Σεραφειμίδης. Έχει επενδύσει εκεί κάτι λεφτά που έβγαλε στην Αμερική.
Ο Γεωργακάς μπαίνει συνεταίρος στη δουλειά και αρχίζει τις... καινοτομίες. «Αντί να πουλάμε ένα ένα τα ξυραφάκια, πουλάμε πακετάκια με δέκα λάμες που κόστιζαν βέβαια φτηνότερα από το να τα αγοράζεις ένα ένα. Για τον φτωχό κοσμάκη, αυτό ήταν μεγάλη οικονομία. Φτάσαμε να πουλάμε χίλια πακετάκια τη μέρα!». Με την ίδια λογική χτυπούν τις τιμές σε όλα τα είδη. Πολύ σύντομα νοικιάζουν και δεύτερο περίπτερο και στη συνέχεια δημιουργούν το πρώτο κατάστημα στα Χαυτεία. Το 1939 ξεκινούν τα πρώτα σχέδια επέκτασης αλλά τους προλαβαίνει ο πόλεμος.
Φεύγει για το μέτωπο. «Ο αέρας της νίκης μάς έκανε να ξεχνάμε την κούραση, τις πορείες στο χιόνι, τα ξενύχτια, την πείνα ακόμη και τις ψείρες». Ύστερα, τον ενθουσιασμό διαδέχεται η απογοήτευση. «Η προέλαση μας σταμάτησε. Και η δική μου μονάδα βρέθηκε σε ένα υψόμετρο 1.500 μέτρων όπου τα πάντα ήταν παγωμένα. Είδα μουλάρια ζωντανά καρφωμένα μέσα στην παγωμένη λάσπη. Η πείνα θέριζε τα σωθικά μας». Τον Απρίλιο του 1941 καταλήγει άρρωστος στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων και όταν συνέρχεται, επιστρέφει κακήν κακώς στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά φυλακίζεται από τους Γερμανούς για τρεις μήνες. Μόλις στέκεται στα πόδια του, συνεχίζει τη δουλειά στο «Μινιόν».
Η πολυπόθητη Απελευθέρωση έρχεται το 1944, αλλά την ακολουθεί ο Εμφύλιος. Το κατάστημα βρίσκεται στο κυβερνητικό στρατόπεδο αλλά οι αποθήκες του στους αντάρτες! Τα εμπορεύματα του «Μινιόν» κατάσχονται, ενώ απέναντί τους εμφανίζεται ο πρώτος ισχυρός ανταγωνιστής, το «Μπιζού», που αντιγράφει τις μεθόδους του «Μινιόν». Τίποτε όμως δεν είναι ικανό να τον σταματήσει. Μόλις ηρεμούν τα πράγματα, το 1950 (ο συνέταιρός του στο μεταξύ έχει φύγει ξανά στην Αμερική) ζητάει και παίρνει άδεια εξαγωγής ελληνικών προϊόντων και εισαγωγής ξένων. Στο τέλος της δεκαετίας έχει αγοράσει ένα ολόκληρο δεκαώροφο κτίριο, πάντα κοντά στην Ομόνοια και λίγο μετά αγοράζει και το διπλανό του.
Με αυτό τον τρόπο, νοικιάζοντας και αγοράζοντας, θα φτάσει το 1975 να κατέχει ένα τεράστιο μπλοκ 5 δεκαώροφων κτιρίων, με πωλήσεις που ξεπερνούν το τρομακτικό εκείνη την εποχή ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών! Το «Μινιόν» πουλάει τα πάντα. Από καρφίτσες μέχρι αυτοκίνητα. Και από τρόφιμα μέχρι κομπιούτερ. Αλλά η πραγματικά απίστευτη ιστορία αρχίζει από τη βραδιά της πυρκαγιάς. «Δεκέμβριος 1980.
-Από την αυτοβιογραφία του Γιάννη Γεωργακά, Γρηγόρης Παπαδογιάννης
Ταξίδι στην ιστορία.... της Ελλάδας