Συγγραφικά μονοπάτια...
Από τα εφηβικά μου χρόνια το πρώτο πράγμα που θυμάμαι ήταν ότι έπνιγα τις ορμές μου, για να...
Η συγχωρεμένη η γιαγιά μου, ανάμεσα στα τόσα που μου έλεγε, ένα βράδυ μπροστά στο τζάκι, μου είχε ψιθύρισε ότι επειδή ο άλλοι με θεωρούν «προβληματική», θέλουν να με ρίξουν στο κρεβάτι για να ικανοποιήσουν το άρρωστο μυαλό τους και την κάψα του παντελονιού τους, δίχως έξοδα.
Μια κουτσή, είναι δύσκολο να ζητήσει γάμο. Την επιβεβαίωση απλά ήθελε ότι υπάρχει και ότι θέλει όποιον έχει, κατ’ ανάγκη! Αυτή ήταν η φιλοσοφία του χωριού τότε, αυτή είναι δυστυχώς ακόμα και τώρα, στην πρωτεύουσα του πολιτισμού, την κοσμοπολίτικη Αθήνα.
Ο «σακάτης» είναι εργαλείο δίχως χρέωση, είναι ο μυστικός εργάτης που δε ζητάει ένσημα πιστοποίησης σχέσης, είναι η κρυφή σελίδα μιας τσαλακωμένης κοινωνίας, μια μολυβιά δίχως αποτυπώματα!
Θυμάμαι τον ξάδελφο μου που απ’ όταν κατάλαβε ότι είμαι σαν όλες τις άλλες της ηλικίας μου, που φούσκωναν τα βυζάκια μου ή κουνιόταν ρυθμικά ο πισινός μου, όποτε έβρισκε ευκαιρία ερχότανε στο σπίτι και καλά για να διαβάσουμε, αλλά κάπου - κάπου έχωνε το χεράκι του ανάμεσα στα μπουτάκια μου ή χούφτωνε τα στητά βυζάκια μου, που εγώ πάντα καμάρωνα για την κοψιά τους.
Άναβα, καιγόταν το κορμί μου και θόλωνε ο μυαλό μου, αλλά εκεί. Βράχος! Τον απωθούσα αν και μέσα μου έλεγα «ξανακάντο, μου αρέσει».
Ήταν ένα παιχνίδι ηδονής, ένα τρελό κυνηγητό ανάμεσα στα θέλω και το όχι, με θύμα πάντα εμένα. Τη σεμνή που δεν ήθελα να δώσω δικαίωμα, δεν ήθελε να της κρεμάσουν κουδούνια.
Αχ, αν είχα αφήσει έστω κα μια φορά έλεγα, τα υγρά της ηδονής ελεύθερα, θα είχα πνίξει πολύ κόσμο, αλλά και θα είχα δώσει το δικαίωμα στο κορμί μου να ανασάνει…
(Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΡΝΗΣ, μέσα από ένα μισοκατεστραμμένο ημερολόγιο)