Φράση δηλωτική της καρτερικότητας, καθώς ο λαός πιστεύει πως «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον». Το ρήμα λαγχάνω= λαμβάνω δια κλήρου παραπέμπει στη Λάχεση, μια από τις τρεις Μοίρες, η οποία, καθώς η παράδοση αναφέρει, όταν γεννιόταν ένα μωρό το επισκεπτόταν με τις άλλες δυο και καθώς η Κλωθώέγνεθε το νήμα της ζωής του, εκείνη το τύλιγε σε κουβάρι. Κατά το τύλιγμα όμως, αλλού διατηρούσε το νήμα ίσιο, αλλού το έδενε κόμπους, αλλού το άφηνε παχύ και αλλού το έκανε αδύνατο, απονέμοντας έτσι στο νεογέννητο τα καλά και τα άσχημα της ζωής του. Η λαϊκή αυτή πεποίθηση ότι η Λάχεση αποφασίζει από τις πρώτες κιόλας μέρες της γέννησης για το τι θα αντιμετωπίσει ο καθένας στη διάρκεια της ζωής του, οδηγεί τον άνθρωπο να πει «ό, τι μου έλαχε» (ό, τι καλό ή κακό μου προέκυψε δηλαδή θα το υπομείνω), για να δηλώσει την αδυναμία παρέμβασης του σ’ ό, τι η μοίρα θέλησε γι’ αυτόν.
Η μουσίτσα