Ο μπόγιας (boja= δήμιος) έδρασε για πολλά χρόνια στους δρόμους της Αθήνας. Άνθρωπος άγριος και βλοσυρός, ανεβασμένος πάνω σε κάρο, άρπαζε με την πελώρια απόχη που κρατούσε τ’ αδέσποτα σκυλιά, όπου τα έβρισκε, τα έβαζε μέσα στο μεγάλο κλουβί, που είχε τοποθετήσει στην καρότσα και τα μετέφερε κάπου κοντά στο Βοτανικό.
Εκεί, υπήρχε ένας μεγάλος κλίβανος, όπου ρίχνονταν ζώα και θανατώνονταν με φωταέριο. Ο θάνατος ήταν μαρτυρικός, γιατί τις περισσότερες φορές διαρκούσε πολύ. Ο «θεσμός» του μπόγια κράτησε ως το 1933. Από εκεί κι έπειτα τα αδέσποτα σκυλιά τα μάζευαν ειδικοί αστυφύλακες της Αστυνομίας Πόλεων, οι λεγόμενοι κυνοσυλλέκτες οι οποίοι τα μετέφεραν στο «Κυνοκομείο», όπου μετά από τέσσερις μέρες τα θανάτωναν με ενδοπλευρική ένεση χλωράλης. Τα ζώα άφηναν την τελευταία τους πνοή μέσα σε λίγα λεπτά, χωρίς την παραμικρή τυραννία.
Την εποχή εκείνη λοιπόν οι μανάδες, προκειμένου να φοβερίσουν τα παιδιά που αρνούνταν το φαγητό τους ήταν ζωηρά, τα απειλούσαν με τη φράση «θα φωνάξω το μπόγια να σε πάρει!». Σήμερα βέβαια μια τέτοια απειλή δε πιάνει, επειδή τα παιδιά δεν έχουν βιώσει σκηνές από το απαίσιο καθήκον του εν λόγω δήμιου.
«Μπόγια» όμως αποκαλούμε στην καθημερινότητα μας τον άγριο, τον σκληρόκαρδο άνθρωπο.
Η μουσίτσα