«Κουβέντα στην αυλή…»
…με την ηθοποιό – σκηνοθέτη Κερασία Σαμαρά
Το «Έλα να παίξουμε» είναι ένα έργο που γράψατε και σκηνοθετείτε εσείς, σε μια περίοδο που η κοινωνία μας ή αν θέλετε η ίδια μας η ζωή, κινείτε κάτω από ένα σύννεφο γκρίζας βίας. Πιστεύεται ως «δημιουργός», ότι αυτή η βία είναι ικανή να μας σκοτώσει ψυχικά και σωματικά ή απλά υπάρχει για να μας υπενθυμίζει ότι υπάρχουν «όρια»;
Το χειρότερο που μπορεί να κάνει η βία δεν είναι το να σκοτώσει αλλά το να αποκοιμίσει. Νομίζω πως απ’ αυτό κινδυνεύουμε.
Το έργο είναι ένα ψυχολογικό σπλάττερ, ένα πάζλ ερωτημάτων και μηνυμάτων. Είναι αν θέλετε ένα έργο «ξυπνητήρι» στον ναρκωμένο εγκέφαλο του θεατή, που θέλει δεν θέλει, τον βγάζει από το λήθαργο που ζει. Τι λέτε, θα μπορούσε να είναι η αιτία να φωτίσει την ίδια του τη ζωή;
Φυσικά, όπως άλλωστε και κάθε έργο που αφυπνίζει .Μία στιγμή, μια εικόνα, μια σκέψη είναι αρκετές καμιά φορά για να σε κάνουν να δεις τη ζωή σου πολύ διαφορετικά, γι αυτό και είναι αποτελεσματική ενέργεια το να λες ‘πώς θα σκεφτόμουν τώρα για το τάδε γεγονός που με απασχολεί ,αν ήξερα πως αύριο θα πέθαινα’. Άλλη συνθήκη, άλλη οπτική. Βλέπεις ξαφνικά τα πράγματα τελείως διαφορετικά ενώ τίποτα δεν έχει αλλάξει. Μόνο υποθετικά.
Πιστεύετε ότι η βία απέκτησε θαυμαστές, προκαλώντας βία ή κάποιοι ασπάστηκαν τους νόμους της, για να εξουσιάσουν την αφέλεια των «δειλών»;
‘Η βία απέκτησε θαυμαστές προκαλώντας βία’, μου άρεσε αυτό, είναι σαφές και εκφράζει μια πικρή αλήθεια: ο άνθρωπος γοητεύεται από τους θύτες, γοητεύεται κι από τους ίδιους τους μηχανισμούς της βίας, γι αυτό και γίνεται τόσο ευρηματικός όταν πρόκειται να επινοήσει τρόπους βασανισμού ας πούμε. Ο νόμος της βίας διέπει όλη την πλάση, όλα τα πλάσματα του Θεού ,μόνο στον άνθρωπο όμως εξελίσσεται σε ‘τέχνη’ .Κι αυτό το ξέρουν καλά οι ισχυροί του κόσμου και κολακεύουν τις μάζες ρίχνοντάς τους έτοιμα θηράματα για να κυνηγήσουν. Αλλά ας μην ξεχνάμε: σ’ αυτό το παιχνίδι σήμερα είσαι θύτης και αύριο είσαι θύμα.
Ο θεατής, μπαίνοντας στην αίθουσα του θεάτρου, έχει κατά νου το ερώτημα αν: «Η γοητεία της βίας θα νικήσει τελικά στο παιχνίδι της ζωής», γιατί στην ουσία αυτό είναι που τον εξιτάρει. Φεύγοντας, έχει πιστέψει στη ζωή ή ακόμα παραμένει υποχείριο του φόβου και της «κατευθυνόμενης» βίας;
Φεύγοντας πρέπει να αποφασίσει αν ο φόβος θα τον νικήσει, αν θα τον αναγκάσει να γίνει ο επόμενος κρίκος δίκαια ή άδικα στο παιχνίδι της εναλλασσόμενης εξουσίας ή αν θα βρει τη δύναμη ‘να αφήσει κάτω το πιστόλι’. Έρχεται αντιμέτωπος με μία ουσιαστική και σκληρή ερώτηση ‘εσύ τι θα έκανες;’ και η απάντηση είναι μόνο δική του.
Παύλος Ανδριάς