Το Σάββατο πριν την Μεγάλη Εβδομάδα, το Σάββατο του Λαζάρου, τιμούμε την μνήμη της νεκρανάστασης του φίλου του Χριστού, Λαζάρου.
Είχε την τύχη να είναι φίλος του Χριστού και πεθαίνοντας να αναστηθεί από τον Κύριο, αλλά και την ανάμνηση όσων είδε από την κατοικία των νεκρών, χαράζοντας στη ψυχή του το φόβο και τον τρόμο. Κατά μια παράδοση του λαού μας, γι’ αυτό και τον φαντάστηκαν μετά την ανάστασή του «αγέλαστο». Λέγετε ότι μόνο μια φορά γέλασε όταν είδε κάποιον να κλέβει μια γλάστρα και είπε χαρακτηριστικά; «Το ένα χώμα κλέβει το άλλο».
Το «Λαζαροσάββατο», στα περισσότερα μέρη της Ελλάδος στη μνήμη της Ανάστασης του Λαζάρου, αλλά παράλληλα και για να υποδηλώσουν την ανάσταση της φύσης, έφτιαχναν το ομοίωμα του, τα λεγόμενα «λαζαράκια ή λαζαρούδια ή λαζόνια». Ψωμάκια ζυμωμένα σαν ανθρωπάκια σπαργανωμένα και τα προσφέρουν στα παιδιά.
Αυτά με τη σειρά τους, τα στόλιζαν με κίτρινες μαργαρίτες ή με φύλλα δάφνης ή με παρδαλά και πολύχρωμα πανιά. Μετά τα τοποθετούσαν μέσα σε καλάθια, τριγυρνώντας τα στα σπίτια, τραγουδώντας τα κάλαντα του Λαζάρου, «τα λαζαρικά» και έδιναν ευχές και παινέματα ανάλογα με την περίσταση. Άλλο για τον νοικοκύρη που έχει πρόβατα, άλλο για τον παπά κι άλλο για την κόρη της παντρειάς.
Σε μερικές περιοχές της Ελλάδος, όπως στην Στερεά Ελλάδα, τη Μακεδονία και τη Θράκη τριγυρνούσαν μόνο κορίτσια, ηλικίας 10 με 12 ετών ή και μεγαλύτερα, οι Λαζαρίνες ή Λαζαρίτσες.
Όπως και στα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, τα παιδιά περιμένουν την «αμοιβή» τους, έτσι και σ΄ αυτά τα κάλαντα η αμοιβή, δεν είναι άλλη από νομίσματα και αυγά.
Τα κάλαντα του Λαζάρου και το παίνεμα για τις ανύπαντρες κόρες που λένε στις Σέρρες την ημέρα αυτή, είναι αντίστοιχα:
«Σήμερον έρχεται ο Χριστός σου ο επουράνιος Θεός σου. Εβγάτε, σας παρακαλούμε για να σας διηγηθούμε για να μάθετε τι εγίνη σήμερον στην Παλαιστίνη και στην πόλη Βηθανία. Μάρθα κλαίει και Μαρία έξω από τη Βηθανία και εμπρός του γονατίζει και τους πόδας του φιλεί.
- Αν εδώ ήσουν, Χριστέ μου δε θα πέθαινε ο αδερφός μου μα και τώρα εγώ πιστεύω και πολύ καλά ηξεύρω ότι δύνασαι, αν θελήσεις και νεκρούς να αναστήσεις.
- Πίστευε, Μαρία. Και πηγαίνει στα μνημεία.
- Έβγα έξω, Λάζαρε μου φίλε και αγαπητέ μου!
Και ευθύς από τον Άδη εσηκώθη ο καημένος ζωντανός σαβανωμένος και με το κερί ζωσμένος».
«Προξενητάδες κι αν περνούν ’που μέσα από την Πόλη ρωτούσαν και ξαναρωτούν που θα’ βρουν τέτοια κόρη. Τέτοια ψηλή, τέτοια λιγνή, τέτοια μαυροματούσα που’ ναι το μάτι τ’ ς ελιά, το φρύδι τ’ ς γαϊτάνι».
Καλλιόπη Γραμμένου
Παιδαγωγός-Δημοσιογράφος