Άρχισαν τα όργανα και βγήκανε στους δρόμους, όσοι πιστέψανε πως μπορούν να κοροϊδεύουν και να ζουν, αντίθετα στους νόμους…
Μαζί με τα πρώτα κρύα, ήρθαν στην επικαιρότητα και τα κοινωνικά ζητήματα, όχι για να ζεσταθούμε, αλλά για να θυμηθούμε τον παλιό καλό καιρό!
Ποιος είναι αυτός θα μου πείτε, αλλά πριν σας απαντήσω, θα ήθελα να σας θυμίσω ότι πίσω από τις «φωνές», κρύβεται πάντα ένα καλά οργανωμένο σύστημα που σκοπό έχει, την παραπλάνηση και το παραμύθιασμα του κόσμου.
Συμβασιούχος. Τίτλος που δόθηκε στον απλό εργαζόμενο, για να πιστέψει ότι κάποιος είναι, αλλά και για να δει πόσο κοροΐδο είναι.
Γιατί με το που είδε δουλειά, πίστεψε ότι θα πάρει και λεφτά. Από ποιον; Από τον Παναγή από τα Μέγαρα. Από τον «εργοδότη φάντασμα», που ξέρει να τον δουλεύει ψιλό γαζί και με τα λόγια τα παχιά να του γεμίζει τα αυτιά. Αλλά αυτός εκεί. Ζούσε το παραμύθι.
Και ξαφνικά, πόλεμος. Ξύπνησε. Είδε τα ραδίκια ανάποδα και έχασε το φως του. Γιατί; Γιατί αυτή η απορία;
Αυτός δεν ήταν που ζούσε σε πελάγη ευτυχίας και γλεντούσε καθώς σύντομα θα γινόταν μόνιμος; Αυτός δεν ήταν που κοκορευότανε για την επαγγελματική του αποκατάσταση;
Τώρα τι; Γιατί αυτός ο πανικός; Τώρα ζητάει τα λεφτά; Πριν τι έκανε; Μήπως είχε γίνει δούλος σ’ αυτούς που τον τακτοποίησαν;
Δυστυχώς η γνώση, αργεί να έρθει και όταν έρχεται η άτιμη, το πουλί έχει πετάξει. Όσα μέσα και να χρησιμοποιήσεις, όσα βιολιά κι αν παίξεις, τίποτα δε θα το φέρει πίσω.
Το ζητούμενο όμως είναι, τι γίνετε τώρα. Πως αυτός ο άνθρωπος θα βρει το δίκιο του και πως θα πάρει τα χρήματα που έντεχνα του «έφαγαν» αυτοί που τον τακτοποίησαν.
Γιατί θα πρέπει να είναι ηλίθιος κάποιος αν πιστεύει, ότι δεν υπήρχαν λεφτά και ότι μια πολιτική αλλαγή ήταν ικανή να «τσεπώσει» το μόχθο του εργάτη.
Αντίφαση ε; Αυτός είναι ο παλιός καλός καιρός και αν δεν ξυπνήσουμε, θα μας πάρουν και τα σώβρακα τα «λαμόγια».
Παύλος Ανδριάς