Γκαμπριέλ (Κοκό) Σανέλ (1883- 1971)
Πολλές γυναίκες, των νεότερων γενιών, θεωρούν τη λέξη Σανέλ συνώνυμη του κλασικού, του συντηρητικού έως και του «γιαγιαδίστικου» στη μόδα, καθώς ανακαλεί στη μνήμη μας τα αθάνατα ταγεράκια με τη λαιμόκοψη, την τρέσα και τα συμπαρομαρτούντα.
Ωστόσο η Γαλλίδα Κοκό Σανέλ, πραγματοποίησε μις επαναστατική τομή όχι μόνο στη μόδα του 20ου αιώνα, αλλά κυρίως στην εικόνα του γυναικείου σώματος. Μέχρι το 1900, το γυναικείο σώμα ήταν «κορνιζαρισμένο», φετιχοποιημένο, εγκιβωτισμένο σε κορσέδες, ένα αξιοθέατο θα λέγαμε για το ανδρικό βλέμμα, το μεγαλύτερο στολίδι για τους «κατόχους» του! Αυτό το άκαμπτο, πνιγμένο κορμί παραχωρεί τη θέση του σε ένα σώμα υγιές, ευφυές και προοδευτικό.
Η πειθαρχία είναι πλέον εσωτερική υπόθεση με τις μπανέλες και δεν επιβάλλεται με το ανελέητο σφίξιμο των κορδονιών, αλλά με την υγιεινή διατροφή, την άσκηση, την επαφή με τη φύση. Αυτή η μεταμόρφωση ολοκληρώνεται γύρω στο 1925, με την καθοριστική συμβολή της Κοκό Σανέλ.
Το 1913, ανοίγει δική της μπουτίκ στην Ντοβίλ, ένα παραθαλάσσιο θέρετρο πολυτελείας στη Νορμανδία, ενώ σύντομα μεταφέρεται στο Παρίσι. Εισάγει τις ριχτές ζακέτες, τα μαλακά ζέρσεϊ και πλεχτά υφάσματα, τα βραδινά φορέματα χωρίς μανίκια, τα πουλόβερ με το γυριστό λαιμό, τις ίσες φούστες και το περίφημο «μικρό μαύρο φόρεμα»! Το 1922, έχοντας επίγνωση του ονόματος της, λανσάρει το εκπληκτικό άρωμα, το οποίο ονομάζει Chanel No 5, που και σήμερα συγκαταλέγεται στα πιο δημοφιλή σε όλο τον κόσμο.
Οι πρώτες της πελάτισσες ήταν δούκισσες και πριγκίπισσες, ακολουθούν οι γραμματείς και οι στενογράφοι τα «εργαζόμενα κορίτσια», ακολουθούν το μήνυμα της Κοκό Σανέλ και ας μην έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν τα πανάκριβα ρούχα της. Με τη δική της παρότρυνση έκοψαν τα μαλλιά τους, πέταξαν τους κορσέδες και απέδειξαν ότι μια γυναίκα μπορεί να είναι κομψή και άνετη ταυτόχρονα.
Η Σανέλ ήταν μια γυναίκα πανέξυπνη, που έστησε μια αυτοκρατορία, η οποία στην ακμή της απασχολούσε 3500 εργαζομένους! Ταυτόχρονα είχε στενούς δεσμούς με την αφρόκρεμα την καλλιτεχνική της δεκαετίας του ‘ 20. Χρηματοδότησε το ανέβασμα της «Ιεροτελεστίας της άνοιξης» με τα θρυλικά μπαλέτα Ντιαγκίλεφ και σχεδίασε το κουστούμι για το ανέβασμα της «Αντιγόνης» του Ζαν Κοκτό, ενώ τα σκηνικά είχε επιλυθεί ο Πάμπλο Πικάσο.
Όσο για την ερωτική της ζωή, υπήρξε θυελλώδης. Στα 16 της κλέφτηκε με ένα αξιωματικό του πεζικού, στα 20, με την οικονομική βοήθεια ενός εραστή της άνοιξε ένα μαγαζί με καπέλα στο Παρίσι, στα 30 της, όταν άνοιξε την μπουτίκ στην Ντοβίλ, ήταν ερωμένη ενός Άγγλου επιχειρηματία, όπου και ενίσχυσε την επιχείρησή της. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου έκλεισε την μπουτίκ της, αλλά παρέμεινε στο Παρίσι, όπου ζούσε μ’ ένα Γερμανό αξιωματικό. Μετά τον πόλεμο κατηγορήθηκε για συνεργάτιδα των Γερμανών κα έφυγε για την Ελβετία.
Το 1954 επέστρεψε με δόξα και τιμή στο Παρίσι, όπου διεύθυνε την επιχείρηση της μέχρι το θάνατο της, σε ηλικία 87 ετών. Οι εμπνεύσεις της Σανέλ είναι γνήσια τέκνα μιας εποχής που δικαιολογημένα θεωρείται η πιο εκρηκτική του 20ου αιώνα. Η Γκαμπριέλ (Κοκό) Σανέλ σάρωσε προκαταλήψεις και στερεότυπα αιώνων, βοηθώντας τη γυναίκα να βγει στον πραγματικό κόσμο της κομψότητας με χάρη και σιγουριά.
Όπως είπε ο Ζαν Κοκτό, «η αφρικανική τέχνη, τα σπορ, ο Πικάσο και η Σανέλ σάρωσαν την ομίχλη της μουσελίνας»…
«Η γυναίκα»