Στα χρόνια του Καποδίστρια και κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Όθωνα, ζούσε στο Ναύπλιο μια πάμφτωχη γυναίκα η οποία εργαζόταν ως υπηρέτρια σε διάφορα σπίτια. Επειδή όμως δεν κατόρθωνε να ικανοποιεί τις ανάγκες της με την εργασία της, έφτασε σε απόγνωση. Στο Ναύπλιο λέγονταν ότι αυτή η δυστυχισμένη γυναίκα ήταν σύζυγος κάποιου χωρικού Κώστα, τον οποίο σκότωσαν οπαδοί του Συντάγματος και λεηλάτησαν τα υπάρχοντά του, αφού έδιωξαν από το φτωχόσπιτό του τη γυναίκα του.
Εξαιτίας του περιστατικού αυτού η χήρα παραφρόνησε και επειδή δεν είχε να ζήσει, ζητιάνευε. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η Ψωροκώσταινα είπε στο φιλέλληνα αρχαιολόγο Ρος: «Αφέντη, το Σύνταγμα μου’ φαγε τον Κώστα μου και τα δώδεκα μας γουρούνια». Παράλληλα με την επαιτεία έκανε και τον αχθοφόρο και επειδή διαμαρτυρόταν διαρκώς για την τύχη της και την αστοργία του Κυβερνήτη, τη θεωρούσαν έναν από τους πιο ιδιόρρυθμους τύπους της εποχής της.
Στα χρόνια εκείνα, το ελληνικό κράτος είχε φτάσει σε τέτοια οικονομική εξαθλίωση, ώστε λέγεται ότι όταν έφτασε ο Καποδίστριας στην Αίγινα, στο κρατικό ταμείο δε υπήρχε παρά ένα μόνο ισπανικό νόμισμα κι αυτό κίβδηλο. Γι’ αυτό το λόγο η Ελλάδα παρομοιάστηκε σκωπτικά Ψωροκώσταινα.
Η φράση «τι να περιμένει κάνεις από την Ψωροκώσταινα;» έγινε μάλιστα παροιμιώδης κυρίως, όταν στα χρόνια της Βαυαροκρατίας διαλύθηκαν τα άτακτα στρατιωτικά σώματα των αγωνιστών που περιφέρονταν πειναλέα στους δρόμους. Οι αδικημένοι αυτοί άνθρωποι, για να χλευάσουν την αντιβασιλεία, την αποκάλεσαν Ψωροκώσταινα.
Ο χαρακτηρισμός αυτός μεταφέρθηκε στις εφημερίδες και τελικά γενικεύτηκε σε όλη τη χώρα, για να δηλώσει την Ελλάδα ως κράτος φτωχό που βασίζεται για την ύπαρξη του περισσότερο στην εθελοντική συνδρομή και προσπάθεια των κατοίκων του παρά στην σωστή διαχείριση των εσόδων.
Η μουσίτσα