Αγαπούλα, μούτι τα κάναμε!

-     

«Τζιμάκο βάλε μεζέ και φέρε τη μπουκάλα με το ούζο και έλα να κάτσουμε», φώναζε ο Μηνάς στον καφενείο, με το που μπήκε φουριόζος!

«Καλημέρα. Τι έγινε Μηνά; Ορεξάτος βλέπω γύρισες από την πρωτεύουσα», του λέει καθώς τραβάει την καρέκλα και κάθεται.

«Μούτι, τα κάναμε δάσκαλε, μούτι. Απηύδησα όπως λες και συ μ’ αυτά που άκουσα και είδα εκεί πάνω. Ντράπηκα και βλαστημάω την ώρα και τη στιγμή που τους ψήφισα, πανάθεμά τους», του απάντησε, με το Τζιμάκο να ακουμπά στο τραπέζι την παραγγελία του φίλου του.

«Τι είδες ρε Μηνά και κάνεις έτσι»; Ρώτησε ο καφετζής χαμογελώντας.

«Τα είδα όλα. Από το πρωί μέχρι το βράδυ με γύριζε ο γιος μου στην πρωτεύουσα και μαύρισε η ψυχή μου. Το πρωί με πήγε στην εφορία για να πάρει εκείνο τον κλειδοάριθμο…»

«Τον κλειδάριθμο μάλλον λες», παρατήρησε ο δάσκαλος.

«Ναι απ’ αυτόν. Οχτώ πήγαμε, δέκα φύγαμε. Ψάχναμε για φωτοτυπία, αλλά πώς να βγάλεις δίχως μελάνι και χαρτί και με μια ουρά να φωνάζει για τη ΔΕΗ και τα τετραγωνικά του κερατά. Εκεί να δεις τι έλεγε ο κόσμος. Τόσες κατάρες μαζεμένες δεν είχα ξανακούσει. Ούτε στα όνειρα μου δεν ήθελα να ήμουν δημόσιος υπάλληλος».

«Και μετά»; ρωτάει με ύφος ο Τζιμάκος.

«Μετά κατεβήκαμε στο κέντρο. Ξευτίλα. Μάλλον αντί για δέντρο φέτος θα στολίσουν κάδους με πολύχρωμες σακούλες και αντί για φάτνη, θα είναι οι άστεγοι μες τα χαρτόκουτα. Άλλο να σας λέω και άλλο να βλέπετε δηλαδή. Όσο για τον κόσμο, στον κόσμο του! Ακόμα οδηγάνε και μιλάνε στα κινητά, παρκάρουν όπου βρούνε, πεζοδρόμιο δε βλέπεις πουθενά, πετάνε τσιγάρα από τα παράθυρα, μουντζώνουν αντί να κορνάρουν και άμα τους πεις και κάτι σε στολίζουν κανονικά».

«Ο κόσμος τα έχει παίξει Μηνά. Μην κοιτάς εμάς εδώ που κουτσά στραβά τη βγάζουμε. Εκεί, η μάνα χάνει το παιδί και ο φτωχός το δίκιο του».

«Μα ρε Μελέτη, δε μπορείς να φανταστείς τι εννοώ. Όλοι βρίζουν τους πολιτικούς και καλά κάνουν δηλαδή, τα βάζουν με όλους, αλλά το πιο άσχημο είναι ότι έχουν γραμμένο το διπλανό τους. Είναι να τους λυπάσαι. Φαντάσου ότι λένε, πως φέτος το δώρο θα το πάρουν σε είδος. Άμα δουλεύει ο άλλος σε είδη υγιεινής, θα πάρει δυο τρεις μπιντέδες και χρόνια πολλά. Τι να τους κάνει δηλαδή; Να τους στολίσει ή να τους δώσει στα παιδιά του να πάνε να πούνε τα κάλαντα, αντί για καραβάκι»!

«Βρε συ με εκείνο το «Αγαπούλα πούλα» τι κάνουνε εκεί πάνω»;

«Τζιμάκο, τι να πουλήσουνε; Τους έμεινε και τίποτα; Σκατά μας τα κάνανε Αγαπούλα. Μούτι, που λέει και οι Αρβανίτες…»


(Από τη συλλογή χρονογραφημάτων «Τα λόγια του καφενέ» του Παύλου Ανδριά)

-      



Εγγραφή στο Newsletter μας

Please enable the javascript to submit this form

© 2004 - 2024 All Rights Reserved. | Φιλοξενία & Κατασκευή HostPlus LTD

hostplus 35