Την Μαρία Κιουρί την παρομοίασαν σαν τον Προμηθέα ο οποίος προκάλεσε την οργή του Δία και τιμωρήθηκε σκληρά επειδή έδωσε στους ανθρώπους τη φωτιά.
Η Μαρία Κιουρί πρόσφερε στην ανθρωπότητα ένα δώρο λιγότερο θεαματικό, το οποίο, όμως, άσκησε καταλυτική επίδραση στην ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας του 20ου αιώνα.
Σε ηλικία 15 ετών ,η Μαρία Σκλοντόφσκα, κόρη Πολωνών διανοούμενων, τελειώνει το λύκειο στη Βαρσοβία, έχοντας έρθει πρώτη στην τάξη της. Η χώρα βρισκόμενη σε Ρώσικη κατοχή , απαγόρευαν την πρόσβαση των γυναικών στην ανώτατη εκπαίδευση. Η Μαρία παρακολουθεί ημιπαράνομα μαθήματα στο Πλωτό Πανεπιστήμιο, το οποίο διευθύνουν Πολωνοί καθηγητές, προσχωρεί στα πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής (σοσιαλισμό, θετικισμό, επιστήμη) και εργάζεται επί έξι χρόνια ως γκουβερνάντα.
Το 1891 μετακομίζει στο Παρίσι και γράφετε στη Σορβόννη. Περνά τα φοιτητικά της χρόνια με μοναστηριακή λιτότητα, τρεφόμενη μόνο με τσάι, ψωμί και βούτυρο! Παράλληλα σαρώνει το ένα πτυχίο μετά το άλλο, αριστεύοντας στα μαθηματικά και στη φυσική.
Το 1894 παντρεύεται τον Πιερ Κιουρί, ένα χημικό και μετακομίζουν σε μια μικροσκοπική σοφίτα και αφοσιώνονται στην επιστήμη. Εμπνευσμένη από τις ανακαλύψεις ενός σύγχρονου Γάλλου φυσικού, του Άρνι Μπεκερέλ, η Μαρία Κιουρί αποφασίζει να μελετήσει τη μυστηριώδη ακτινοβολία που εκπέμπει από μια ένωση του ουρανίου. Η πρώτη της ανακάλυψη είναι ότι το ουράνιο δεν είναι το μοναδικό χημικό στοιχείο το οποίο εκπέμπει ακτινοβολία. Και κάνει μια ιδιοφυή επιστημονική υπόθεση: πρέπει να υπάρχει και κάποιο άλλο στοιχείο που να εκπέμπει ακτίνες ή σωματίδια υψηλής ενέργειας. Βαφτίζει το φαινόμενο ραδιενέργεια και το ζευγάρι θέτει σκοπό της ζωής του την απομόνωση αυτού του μυστηριώδες στοιχείου.
Οι Κιουροί ξέρουν «τι κάνει» αυτό το στοιχείο, αλλά δεν γνωρίζουν «πως» θα το εντοπίσουν, αφού δεν απαντάται στη φύση. Πρώτα απομονώνουν το πολώνιο (το ονόμασαν έτσι προς τιμήν της πατρίδας της Κιουρί), το πιο ισχυρό ραδιενεργό στοιχείο, το ράδιο, αυτό που γύρευαν φαίνεται ότι «δεν είχε καμία διάθεση» να αποκαλυφθεί σε ανθρώπινα πλάσματα. Τέσσερις τόνοι μεταλλεύματος πέρασαν από το εργαστήρι τους, μέχρις ότου απομονωθεί λιγότερο από ένα γραμμάριο ράδιο.
Το 1902, οι Κιουρί και ο Μπεκερέλ μοιράστηκαν το βραβείο Νόμπελ Φυσικής «για τις κοινές έρευνες τους πάνω στο φαινόμενο της ραδιενέργειας». Δώδεκα χρόνια αργότερα ο Πιερ Κιουρί σκοτώνεται σε ένα δυστύχημα με μια ιχνηλατική άμαξα. Η Μαρία συνεχίζει μόνη της και καταλαμβάνει την έδρα του συζύγου της στη Σορβόννη και γίνεται η πρώτη καθηγήτρια στην ιστορία αυτού του Πανεπιστημίου. Μαζί με την κόρη της Ιρέν, μελετά την εφαρμογή των ακτίνων Χ ως ιατρικού εργαλείου.
Το 1911, η Μαρία Κιουρί παίρνει το δεύτερο βραβείο Νόμπελ, στη χημεία αυτή τη φορά, επειδή απέδειξε την ύπαρξη του ράδιου. Το τίμημα των επιλογών της ήταν βαρύ. Η ραδιενέργεια η οποία εκπέμπει το ράδιο είναι πολύ ισχυρή, μοιάζει μ’ ένα ισχυρό άρωμα που διαπερνά τα πάντα. Ό, τι βρεθεί κοντά του (αντικείμενο, ζώο, φυτό, άνθρωπος), αυτόματα αποροφά μια ποσότητα ραδιενέργεια, η οποία έχει τρομακτικές έως θανατηφόρες επιπτώσεις.
Ο Πιερ είχε μείνει ανάπηρος πριν το μοιραίο δυστύχημα, η κόρη και ο γαμπρός της, όπως πολλοί βοηθοί έπαθαν βαριές σωματικές βλάβες ή πέθανα ν εξαιτίας της έκθεσής τους στη ραδιενεργή ακτινοβολία. Χαρακτηριστικά έλεγε η Μαρία Κιουρί: «η σκόνη, ο αέρας του εργαστηρίου, τα ρούχα μας, όλα γίνονται ραδιενεργά». Ακόμα και σήμερα τα περίφημα σημειωματάρια της παραμένουν «μολυσμένα» από ραδιενέργεια.
Από πολύ νωρίς η ίδια είχε χάσει την όρασή της και την ακοής της, ώσπου πέθανε από λευχαιμία. Το πολύτιμο ράδιο, το οποίο πρόσφερε την πρώτη ελπίδα στους καρκινοπαθείς, στάθηκε η αιτία θανάτου της γυναίκας που το ανακάλυψε. Αν οι Κιουρί κατοχύρωναν την ευρεσιτεχνία της ανακάλυψης τους, θα είχαν γίνει βαθύπλουτοι. Και οι δυο έκριναν πως κάτι τέτοιο ήταν «ενάντια στο πνεύμα της επιστήμης».
Η γυναίκα