Ο Ντίνος (Κωνσταντίνος) Ηλιόπουλος (Αλεξάνδρεια 12 Ιουνίου - 1913 Αθήνα, 4 Ιουνίου 2001) ήταν Έλληνας ηθοποιός. Θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου 1913 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από Έλληνες γονείς. Ο πατέρας του καταγόταν από την Κυπαρισσία, ενώ η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Υεμένη. Ο έμπορος πατέρας του καταστρέφεται οικονομικά από το κραχ του 1929 και υποχρεώνεται να μετακομίσει μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του (δύο αγόρια και τρία κορίτσια) στη Μασσαλία, όπου ο μικρός Ντίνος γράφτηκε στο Δημοτικό και τελείωσε το σχολείο, πετυχαίνοντας με άριστα στις εξετάσεις για το απολυτήριο Λυκείου. Για αυτόν τον λόγο είχε μεγαλύτερη ευχέρεια στη γαλλική, που είχε γίνει η πρώτη του γλώσσα. Το 1935 επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα και γράφτηκε στο Berkshire High Commercial School, που υπήρχε τότε στην Αθήνα, για να σπουδάσει εμπορικές επιστήμες και να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Αφού πήρε το πτυχίο του και εκπλήρωσε την -παρατεταμένη λόγω πολέμου- στρατιωτική του θητεία, εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα σε μια αντιπροσωπία. Αναζητώντας συνεχώς κάτι διαφορετικό, συνέχισε να αλλάζει δουλειές «σαν τα ξυραφάκια του» όπως έλεγε και ο ίδιος, μέχρι που ανακάλυψε την αγάπη και την κλίση του προς το θέατρο.
Πορεία στο χώρο του θεάματος
Η προσπάθειά του να φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δίνοντας εξετάσεις με ένα ποίημα του Καβάφη ήταν αποτυχημένη, αφού θεωρήθηκε ότι δεν διέθετε τον απαραίτητο για την εποχή στόμφο και το ανάλογο παράστημα. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος δεν απογοητεύτηκε, διέθετε πείσμα και υπομονή κι έτσι γράφτηκε στην ιδιωτική σχολή του διεθνούς φήμης διευθυντή του Θεάτρου Σάρα Μπερνάρ, Γιαννούλη Σαραντίδη. Ο Σαραντίδης είχε έρθει στην Αθήνα πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να σκηνοθετήσει μερικά έργα της Μαρίκας Κοτοπούλη και να επιστρέψει πάλι στο Παρίσι, κάτι που το ξέσπασμα του πολέμου δεν του επέτρεψε κι έτσι παρέμεινε στην Αθήνα, ιδρύοντας τη δραματική σχολή «Γιαννούλη Σαραντίδη», όπου ο Ηλιόπουλος είχε την ευκαιρία να μαθητεύσει δίπλα στους Γιώργο Βακαλό, Θράσο Καστανάκη, Μ. Καραγάτση, Γιώργο Θεοτοκά, Γιάννη Σιδέρη, Αντώνη Γιαννίδη.
Το ξεκίνημά του στο θεατρικό σανίδι έγινε το 1944 με το θίασο της «κυρίας Κατερίνας», στο έργο του Λέο Λεντς «Κυρία, σας αγαπώ». Αργότερα έπαιξε στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαίρης Αρώνη, του Δημήτρη Χορν κ.ά. αποκομίζοντας πάντα θετικά σχόλια για τις ερμηνείες του. Χαρακτηριστικά, ο σπουδαίος ηθοποιός της εποχής Βασίλης Λογοθετίδης είχε πει για τον νεαρό τότε Ηλιόπουλο: «Τι σπουδαίος! Τι φανταστικός κλόουν! Αυτό θα πει θέατρο!».
Η πρώτη από τις πολλές κινηματογραφικές συμμετοχές του Ηλιόπουλου έγινε το 1948 με την ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες». Το κινηματογραφικό κοινό πολύ γρήγορα τον αγκάλιασε και η αναγνωρισημότητά του, τού επέτρεψε να ηγηθεί από το 1953 θεατρικού θιάσου (με επιχειρηματία τον Χέλμη) στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ, όπου παρουσίασε την κωμωδία: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», με συμπρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού.
Οι περιοδείες του σε όλη την Ελλάδα και οι ταινίες του, που γυρίζονταν η μία μετά την άλλη, γνώρισαν τεράστια επιτυχία και έτσι το 1963 δημιούργησε τη δική του θεατρική στέγη στο Θέατρο Γκλόρια, ως επιχειρηματίας και θιασάρχης. Ανέβασε κωμωδίες Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, που έγιναν μεγάλες θεατρικές επιτυχίες & μεταφέρθηκαν και στον κινηματογράφο, όπως τα «Ξύπνα Βασίλη», «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Εξοχικόν κέντρον: Ο Έρως», «Ζητείται ψεύτης», «Έκτο πάτωμα» κ.ά.. Μέσα από τον θίασό του αναδείχθηκαν καινούριες πρωταγωνίστριες, που διέπρεψαν και καθιερώθηκαν στη συνείδηση του θεατρόφιλου κοινού σαν σπουδαίες ερμηνεύτριες, όπως η Άννα Φόνσου και η Μάρω Κοντού. Κάποιο διάστημα υπήρξε συνθιασάρχης με τον Μίμη Φωτόπουλο, σε ένα θεατρικό «πάντρεμα» δυο μεγάλων καλλιτεχνών, που ανέβασαν, προς τέρψη του κοινού τους, έργα υψηλού επιπέδου.
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ