Κάποτε για να φάει κανείς παγωτό έπρεπε να περιμένει να ακούσει τον παγωτατζή της γειτονιάς να περνά από το δρόμο του.
Με το τρίτροχο ποδήλατο ή το μηχανοκίνητο καροτσάκι, ο παγωτατζής έκανε μία βόλτα στα δημοτικά σχολεία, στις εκκλησίες τις...
Κυριακές και στα πανηγύρια και όπου ήξερε πως θα βρει πολύ κόσμο.
Πώς έφτιαχναν όμως τότε τα παγωτά; Απλά και νόστιμα. Έβραζαν το γάλα, προσθέτοντας ζάχαρη, αυγά, κακάο ή βανίλια.
Όταν πλέον είχε βράσει το μίγμα τους, το τοποθετούσαν σε μεταλλικό κάδο ο οποίος ήταν μέσα σε ένα ξύλινο βαρέλι. Ανάμεσα στο βαρέλι και στον κάδο υπήρχε πάγος για να το κρατά κρύο. Συνέχιζαν να ανακατεύουν το μείγμα μέχρι να πήξει.
Έπειτα φόρτωναν το βαρέλι στη καρότσα τους και έπαιρναν δρόμο για να συναντήσουν τους πελάτες τους. Κατά διαστήματα έριχναν κομμάτια πάγου εξωτερικά για να μη λιώσει το παγωτό.
Έτσι πήγαιναν από δρόμο σε δρόμο και από γειτονιά σε γειτονιά για να γεμίσουν τα χωνάκια τους με τη δροσερή νοστιμιά.