Σκοτείνιαζε...
Σιγά σιγά άρχισε να αναδύεται από τη θάλασσα ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Κι ανέβαινε… όλο ανέβαινε… όλο ανέβαινε… μέχρι να πάρει τη θέση του στον ουρανό.
Άναψε δίπλα του το πορτατίφ και φόρεσε τα γυαλιά του.
Το φεγγαρόφωτο που έμπαινε από τις γρίλιες σχημάτιζε παράξενα σχήματα στον τοίχο, δημιουργώντας του την ψευδαίσθηση ότι κάποιες σκιές πλανιόνταν γύρω του κρατώντας του συντροφιά. Αυτό μάλλον τον ανακούφιζε, γιατί τις επιζητούσε μέσα στη μοναξιά του, όσο κι αν επέμενε ότι τα είχε βρει μαζί της.
Είναι ώρα, σκέφτηκε.
Χάιδεψε ευλαβικά την επιφάνεια του κουτιού, το άνοιξε και το μύρισε, αφήνοντας το λεπτό στρώμα σκόνης να μπει μέσα βαθιά στα σωθικά του σαν ανάσα καυτή και δροσερή συνάμα.
Όλα ήταν εκεί….σαν να μην πέρασε μια μέρα…
Μόνο την φωτογραφία που έδειχνε το κορίτσι της θάλασσας κι εκείνον, για κάποιον ανεξήγητο λόγο τη φύλαγε σε μια ξεχασμένη θήκη στο πορτοφόλι του.
Το ταξίδι ξεκινούσε….
Τώρα οι σκιές έπαιρναν σάρκα, οστά κι ονόματα…
«Έφτασε η ώρα!» είπε δυνατά.
(συνεχίζεται)
Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2017