Σκοτεινή κι απόκοσμη, η παλιά έπαυλη στην κορυφή του λόφου, έδειχνε...
εικόνα εγκατάλειψης. Μοναχά το βουητό του ανέμου και το μουγκρητό των κυμάτων-τις νύχτες εκείνες που η θάλασσα αγρίευε- διαπερνούσε τα ξύλινα, ετοιμόρροπα σχεδόν παράθυρα και αντηχούσε θαρρείς σαν μελωδία ξεχασμένη.Πόδι ανθρώπου δεν είχε πατήσει εδώ και χρόνια. Τα ξερόκλαδα και τα αγριόχορτα είχανε κλείσει τον φιδογυριστό δρόμο που κατέληγε στην κεντρική πύλη, φαγωμένη τώρα από τη σκουριά και την αρμύρα.
Πολλά είχαν ακουστεί κατά καιρούς, μα είχαν πια παραδοθεί στη λησμονιά. Κανείς δεν υπήρχε να θυμάται και να ιστορήσει.
Κανείς;
Εκείνη τη νύχτα, η πανσέληνος, τεράστια κι επιβλητική, στεφάνωνε με το φως της το νησί, το αρχοντονήσι, όπως το αποκαλούσαν με καμάρι ντόπιοι και ξένοι.. Κάτω στο Νειμποριό, δίπλα στο λιμάνι, έπαιζε ο βιολιστής έναν σκοπό παραδοσιακό, που μιλούσε για τις αγάπες εκείνες που χάθηκαν στο σκοτάδι και στην ομίχλη…
Στο λόφο μια μαυροντυμένη σκιά γλιστρούσε σιγά σιγά προς τα πάνω… μια σκιά με μορφή και σώμα γυναίκας.
Το μονοπάτι των ονείρων… μια νεανική φωνή αντήχησε στα αυτιά της, καθώς πλησίαζε.
Η γη του παραδείσου… η σκάλα που οδηγεί στον ουρανό… οι φωνές πλήθαιναν.
Έβγαλε από την τσέπη της ένα μακρύ σιδερένιο κλειδί και το έβαλε στην κλειδαριά.
Η πόρτα έτριξε με δύναμη, αλλά τελικά άνοιξε.
Μπήκε μέσα με βήματα διστακτικά. Η ματιά της ακολούθησε τις φωτοσκιάσεις που έκανε το φως του φεγγαριού πάνω στα μαρμάρινα σκαλοπάτια.
Και τότε άκουσε να φωνάζουν το όνομά της.
Ελίζα! Ελίζα!
(συνεχίζεται)
Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2016