Ας τα πάρουμε λοιπόν με τη σειρά…
Τι σημαίνει η φράση «Μη μου άπτου»;
Η φράση «Μη μου άπτου» σημαίνει «μη με αγγίζεις». Μαρτυρείται στην Καινή Διαθήκη και συγκεκριμένα στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο.
Πρόκειται για φράση που είπε ο Ιησούς στη Μαρία τη Μαγδαληνή, όταν εμφανίστηκε μπροστά της μετά την Ανάστασή Του και εκείνη Τον αναγνώρισε: «Μη μου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα» (Ιωάν. 20,17).
Κατά την επικρατέστερη ερμηνεία, ο Ιησούς είπε τη φράση αυτή στη Μαρία Μαγδαληνή γιατί ο Θεός δεν της είχε στείλει ακόμα το Άγιο Πνεύμα που «θα άνοιγε τον νου της» και θα της έδινε την δυνατότητα να έχει πρόσβαση στο πρόσωπο του αγαπημένου Κυρίου της.
Ωστόσο στις μέρες μας η συγκεκριμένη φράση έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται με μια όχι και τόσο θετική σημασία. «Μη μου άπτου» χαρακτηρίζουμε έναν άνθρωπο ο οποίος είναι εύθικτος, μυγιάγγιχτος, που δεν ανέχεται να τον πειράζουν.
Ποιο φυτό είναι «Μη μου άπτου»;
«Μη μου άπτου» είναι επίσης η κοινή ονομασία του φυτού μιμόζα – επιστημονική ονομασία mimosa pudica = μιμόζα η αισχυντηλή (ντροπαλή). Λέγεται έτσι λόγω της χαρακτηριστικής ιδιότητας των φύλλων της να κλείνουν και να γέρνουν προς τα κάτω, όταν κάτι τα αγγίζει.
Τι είναι τα Αλλότρια, τα οποία κάποιος «κρίνει εξ ιδίων»;
Αλλότριος (-α-ο) είναι αυτός που ανήκει ή που αφορά κάποιον άλλον. Τα αλλότρια λοιπόν είναι τα ξένα, αυτά που δεν μας ανήκουν.
Όταν λοιπόν κάποιος “κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια” – όπως είναι η γνωστή φράση που χρησιμοποιούμε συχνά – τότε κρίνει τα ξένα έχοντας υπόψη τα δικά του. Δηλαδή κρίνει προσωπικότητες ή συμπεριφορές άλλων έχοντας ως κριτήριο ή μέτρο αξιολόγησης τον ίδιο του τον εαυτό.
Γιατί λέμε «Και ο Άγιος φοβέρα θέλει»;
Πρόκειται για μία από τις πιο γνωστές ελληνικές παροιμίες. «Και ο Άγιος φοβέρα θέλει», λέμε, για να δηλώσουμε πως πετύχαμε τον σκοπό μας φοβερίζοντας τους άλλους.
Πώς προέκυψε όμως η φράση;
Η λαϊκή παράδοση λέει (άγνωστο αν είναι αλήθεια…) ότι κάποτε υπήρχε ένας βοσκός, ο οποίος δεν ήταν και πολύ έξυπνος. Μια φορά λοιπόν, επειδή έβρεχε, κατέφυγε σε ένα εκκλησάκι κοντά στο βουνό όπου έβοσκε τα πρόβατα, για να προφυλαχτεί από τη βροχή.
Όταν έφτασε στην πόρτα του, έβαλε τη γκλίτσα του οριζόντια στους ώμους του, πίσω από το λαιμό, και επιχείρησε να περάσει. Όμως, όπως ήταν φυσικό, δεν χωρούσε να περάσει, αφού οι άκρες της γκλίτσας χτυπούσαν στις κάσες της πόρτας. Τότε ο αφελής βοσκός φαντάστηκε ότι ο άγιος δεν τον άφηνε να μπει, γιατί δεν πήγαινε συχνά στη εκκλησία.
Έτσι κατέβασε τη γκλίτσα από τους ώμους του και την τοποθέτησε απειλητικά προς την πόρτα. Φυσικά, μετά από αυτή την κίνηση ο βοσκός μπόρεσε να περάσει και, όταν γύρισε στο χωριό, είπε στους συγχωριανούς του το περιστατικό δηλώνοντας: Τι τα θέτε, κι ο άγιοι φοβέρα θέλουνε.