Κατά τα τελευταία χρόνια της προεπαναστατικής περιόδου οι γιατροί ήταν ελάχιστοι στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα ήταν περίπου 90 για 1 εκατομμύριο ανθρώπους.
Μετά την επανάσταση και με την άφιξη στην Ελλάδα Ελλήνων και φιλελλήνων ιατρών από το εξωτερικό, ο αριθμός αυξήθηκε ωστόσο δεν ξεπέρασε τους 500.
Πολλοί εύποροι νέοι πάντως από περιοχές της υπόδουλης Ελλάδας, σπούδασαν σε πανεπιστήμια ευρωπαϊκών πόλεων - και κυρίως πήγαιναν στις σχολές της Πάδοβας, της Παβίας, της Πίζας και της Βιέννης.
Κάποιοι απέκτησαν αξιώματα, όπως οι γιατροί Μαυροκορδάτος και Νικούσιος, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Α. Μαυροκορδάτος και ο Ι. Κωλέττης.
Από τους επιστήμονες ιατρούς, λίγοι σχετικά, ασχολήθηκαν με το ένοπλο κομμάτι και την υπηρεσία της φροντίδας των αγωνιστών. Στα πεδία των μαχών οι ελαφρά τραυματισμένοι φροντίζονταν επί τόπου, από τους συμπολεμιστές τους, ενώ όσοι είχαν βαριά τραύματα διακομίζονταν προς νοσηλεία σε μοναστήρια.
Όσοι εν τέλει ασχολήθηκαν, ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για την αντιμετώπιση παθολογικών καταστάσεων και ελάχιστα με τη φροντίδα τραυμάτων και κακώσεων. Αποτέλεσμα ήταν η περίθαλψη των τραυματισμένων να στηριχτεί περισσότερο σε ξένους γιατρούς ή στους πρακτικούς γιατρούς.
Οι πρακτικοί ή εμπειρικοί ιατροί ασκούσαν τη λεγόμενη «Δημώδη Ιατρική», κυρίως στις ορεινές περιοχές της χώρας. Ήταν πολύ καλοί στο να περιποιούνται και να θεραπεύουν τραυματισμούς και σπασίματα, κατάγματα κ.λ.π αλλά και στις μικροεπεμβάσεις γι’ αυτό τους έλεγαν και ιατροχειρουργούς. Ακόμη έφτιαχναν φάρμακα και συνέλεγαν βότανα, τα οποία χορηγούσαν, κατά περίπτωση, σε ασθενείς και τραυματίες.
Διαβάστε τη συνέχεια, ΕΔΩ