Στη σκιά του γέρικου – υπεραιωνόβιου πλάτανου, μπροστά στα εμβληματικά αγάλματα της μεγάλης πλακόστρωτης πλατείας που καταλήγει στο μπλε της θάλασσας με τις ψαρόβαρκες, κάτω από τα μεγάλα κλαδιά, στα μεταλλικά τραπεζάκια, εκεί ακριβώς είναι το ιδανικό μέρος να απολαύσουμε ένα παγωμένο ποτήρι νερό στο οποίο έχει κάνει μακροβούτι μία γενναία κουταλιά αρωματικής ζαχαρόπαστας. Το υποβρύχιο, το ελληνικό παραδοσιακό κέρασμα με το πιο αστείο όνομα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα καλοκαιρινά απογεύματα στα καφενεία και στις αυλές, σε σπίτια φίλων.
Λίγη Ιστορία
Για την προέλευση της ονομασίας δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη. Υποθέτουμε ότι αποτελεί προϊόν του χιούμορ που χαρακτηρίζει (ενίοτε) τους Έλληνες, προφανώς από τη βύθιση της κουταλιάς μέσα στο ποτήρι με το παγωμένο νερό. Ωστόσο, αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως «υποβρύχιο», είναι εφεύρεση με ιστορία που ξεκινάει κάπου στη Μεσοβυζαντινή περίοδο (6ο και 7ο αιώνα).
Σύμφωνα με έρευνα του βρετανού ιστορικού Andrew Dalby, στα «Σειρήνεια Δείπνα» μαθαίνουμε ότι «τη ζάχαρη την είχαν προσέξει οι Έλληνες νωρίς, αφού ο Ερατοσθένης αναφέρει: τα μεγάλα καλάμια, γλυκά τόσο από τη φύση τους όσο και από την ζέστη του ήλιου (Στράβων, Γεωγραφικά, XV, 1,2O) αλλά για μία φορά ακόμα η πρώτη ένδειξη για χρήση του προϊόντος στην Ευρωπαϊκή διατροφή μας έρχεται από τους μέσους βυζαντινούς χρόνους.» συμπληρωματικά μαθαίνουμε ότι «η ζάχαρη, της οποίας η χρήση διαδιδόταν ολοένα και περισσότερο, αποτελούσε επιτέλους ένα αποτελεσματικό υποκατάστατο του μελιού». Κάπου εκεί, χρονικά, φαίνεται να εμφανίζεται για πρώτη φορά αυτό που γνωρίζουμε εμείς σήμερα ως «υποβρύχιο». Άλλωστε τι ήταν; Ένα σιρόπι από νερό και ζάχαρη καλά δεμένο και καλά χτυπημένο ώστε να θολώσει και να πήξει τόσο, όσο χρειάζεται για να στέκεται μεν στο κουταλάκι αλλά να παραμένει μαστιχωτό και κολλώδες, σχεδόν σαν μαλακή καραμέλα βουτύρου.
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ