Το πρωί της 10ης Ιουνίου, οι Έλληνες μόνο καλά νέα είχαν να ακούσουν. Οι Γερμανοί υποχωρούσαν από τη χώρα και ήδη μερικοί πανηγύριζαν. Λίγες μέρες πριν, είχε γίνει η απόβαση των συμμάχων στη Νορμανδία με τους Ναζί να γνωρίζουν την ήττα και όλα συνηγορούσαν πως η τελειωτική επιστροφή τους στην πατρίδα τους ήταν προ των πυλών.
Το ίδιο όμως πρωί μια στρατιωτική φάλαγγα ξεκίνησε από τη Λιβαδειά, για να μεταβεί στην Αράχωβα με σκοπό των εντοπισμό ανταρτών στη δυτική πλευρά του Ελικώνα. Αυτή και μια ακόμα φάλαγγα, που συνάντησε στο Δίστομο και η οποία είχε ξεκινήσει από την Άμφισσα, ευθύνονται για ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι Ναζί, όσο βρίσκονταν στην Ελλάδα.
Οι Γερμανοί περνώντας από το Δίστομο, αποφάσισαν να μετακινηθούν προς το Στείρι, όπου είχαν πληροφορηθεί ότι υπήρχε μια ομάδα ανταρτών. Έψαξαν στο Δίστομο για αντάρτες αλλά δεν βρήκαν κάποιον. Μόνο 18 παιδιά που κρύβονταν, από τα οποία τα έξι εκτελέστηκαν για παραδειγματισμό. Φεύγοντας, έδωσαν εντολή στους κατοίκους να μην μετακινηθούν καθόλου από το χωριό, μέχρι να επιστρέψουν.
Στον δρόμο προς το Στείρι, και συγκεκριμένα στη θέση Καταβόθρα, οι Γερμανοί δέχονται επίθεση από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Η μάχη που ακολουθεί είναι σκληρή. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, ύστερα από αρκετή ώρα αναγκάζονται να υποχωρήσουν, μετρώντας 15 νεκρούς και 15 τραυματίες, ενώ οι Γερμανοί, είχαν 6 νεκρούς και 15 τραυματίες.
Οι Ες-Ες ήταν σίγουροι πως για αυτή την επίθεση ευθύνονται οι κάτοικοι του Διστόμου. Θεώρησαν πως είχαν ειδοποιήσει τον ΕΛΑΣ και οι αντάρτες του πρόλαβαν να τους στήσουν ενέδρα. Χωρίς να έχουν καμία απολύτως απόδειξη και χωρίς οι κάτοικοι του Διστόμου να τους έχουν προβάλει ουδεμία αντίσταση νωρίτερα, μπήκαν ξανά στο Δίστομο και ξεκίνησαν το στυγερό τους έγκλημα.
Οι Nαζί μπήκαν λυσσασμένοι μέσα στο χωριό. Έσφαζαν και πυροβολούσαν αδιακρίτως. Ακόμα και οι ηλικιωμένοι δεν γλίτωσαν από τη μανία τους. Ο ιερέας του χωριού αποκεφαλίστηκε. Βρέφη εκτελέστηκαν εν ψυχρώ ενώ γυναίκες βιάστηκαν, προτού εκτελεστούν και αυτές. Η σφαγή σταμάτησε μόνο όταν νύχτωσε και έπρεπε να επιστρέψουν στη Λειβαδιά. Στο δρόμο προς την πρωτεύουσα της Βοιωτίας, σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο τους, ενώ πριν φύγουν από το Δίστομο, είχαν βάλει φωτιά σε όλο το χωριό.
Η σφαγή του Διστόμου, άφησε πίσω της 218 νεκρούς. 114 γυναίκες και 104 άνδρες. Μεταξύ των νεκρών ήταν 45 παιδιά και 20 βρέφη. Η μαρτυρία ενός απεσταλμένου του Ερυθρού Σταυρού, κάνει λόγο για 600 νεκρούς, που «βρίσκονταν παντού, ακόμα και κρεμασμένοι πάνω στα δέντρα».
Τη διαταγή για τη σφαγή είχε δώσει ένας υπολοχαγός ονόματι Χανς Ζάμπελ, ο οποίος βρέθηκε μετά το τέλος του πολέμου στο Παρίσι, συνελήφθη και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Κατά την περίοδο της προφυλάκισης του, συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1949, παραδέχθηκε όλες τις θηριωδίες αλλά δικαιολόγησε τον εαυτό του, καταθέτοντας πως εκτελούσε διαταγές. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του εκδόθηκε για διαφορετικό λόγο στη Δυτική Γερμανία. Δεν επέστρεψε ποτέ για να δικαστεί.
Στο Δίστομο η τραγωδία ήταν μεγάλη. Τα διεθνή μέσα, με προεξέχον το BBC, καταδίκασε τη σφαγή ως έγκλημα πολέμου. Οι Γερμανοί λίγο μετά το αποτρόπαιο έγκλημά τους, επέμεναν να επιρρίπτουν τις ευθύνες στους κατοίκους του Διστόμου. Το Δίστομο όμως υπέφερε και υποφέρει ακόμα...
Λίγους μήνες μετά την τραγωδία, ο φωτογράφος του περιοδικού «Life», Dmitri Kessel, πήγε στο Δίστομο. Φωτογράφισε τη Μαρία Παντίσκα, η οποία μπήκε εξώφυλλο του περιοδικού, με τίτλο «Τι έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα». Από κάτω από τη φωτογραφία έγραφε:
«Η Μαρία Παντίσκα ακόμη κλαίει µε λυγμούς, δύο μήνες αφότου οι Γερμανοί σκότωσαν τη μητέρα της σε σφαγή στην ελληνική πόλη Δίστοµο».
H φωτογραφία - σύμβολο της σφαγής που απεικονίζει τη Μαρία Παντίσκα. Αργότερα έγινε και γκράφιτι στο Δίστομο
Η σφαγή του Διστόμου, μαζί με εκείνες της Κοκκινιάς, της Κλεισούρας, του Χορτιάτη και των Καλαβρύτων (όπως και πολλές άλλες), είναι από τα χειρότερα εγκλήματα κατά την περίοδο της κατοχής. Οι θάνατοι των συνανθρώπων μας δεν ανήκουν στο παρελθόν. Γιατί οι ένοχοι ακόμα δεν έχουν πληρώσει για τις πράξεις τους... (https://www.e-radio.gr)
Σφαγή στο Δίστομο - Ντοκιμαντέρ από το Αρχείο της ΕΡΤ