Κουβέντα στην «αυλή» μας, με την ηθοποιό Γιούλη Καραουλάνη, με αφορμή την συμμετοχή της στην παράσταση «Τρεις κι ο Κούκος» του Θανάση Λιούνη στο Θέατρο Εμπρός
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε ν’ ασχοληθείτε με την υποκριτική;
Το "παιδί" μέσα μου; Η ανάγκη να γνωρίσω και να προβάλλω φοβιστικά κομμάτια του εαυτού μου; Η ανάγκη αποδοχής; Μακάρι να ‘ξερα. Η πρώτη επαφή ήταν ερασιτεχνική. Κάτι σαν έρωτας με την πρώτη ματιά που δεν καταλαβαίνεις τι σου συμβαίνει. Η δεύτερη επαγγελματική για λόγους βιοπορισμού. Σύμπτωση; Δεν ξέρω. Λένε πως τίποτε δεν γίνεται τυχαία. Ήταν σαν κάποιος να προσπαθούσε κάτι να μου πει και μου γεννήθηκε η ανάγκη να το ακούσω. Το επόμενο βήμα ήταν η φοίτηση στη δραματική σχολή. Από κει και πέρα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Ίσως όχι όπως τα σχεδίαζα, αλλά τα ακολούθησα με ευγνωμοσύνη κι αυτό γιατί στο τέλος κάθε επίπονης διαδρομής ένιωθα πληρότητα και ηρεμία.
Τι σας έκανε να συμμετέχετε στην παράσταση «Τρεις κι ο Κούκος» & ποιος είναι ο ρόλος σας σε αυτή;
Μα το ίδιο το έργο φυσικά και οι τόσο ταιριαστές αντιφάσεις του. Η συνύπαρξη του κωμικού με το τραγικό, του απρόβλεπτου με το προβλέψιμο, του σκληρού και ειρωνικού με το ικανό να νιώθει, να συμπονάει και να συμπορεύεται. Θα έλεγα ότι, παρά την έντονα ειρωνική διάθεση που διατρέχει το κείμενο, ο συγγραφέας δεν ασκεί κριτική στα πρόσωπα. Ο ίδιος, ένας πολύ γλυκός άνθρωπος, μοιάζει να αγκαλιάζει όλους τους χαρακτήρες με πηγαία καλοσύνη, χωρίς καμιά διάκριση. Το έργο παίζει έντονα με τις μάσκες. Το παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι και καλά κρυμμένες αλήθειες που τρομάζουν. Τα πρόσωπα του έργου πέφτουν θύματα της ματαιοδοξίας τους. Εγκλωβισμένα στο κλουβί της ιδανικής εικόνας που φτιάχνουν για τον εαυτό τους, επιχειρούν μικρές ή μεγάλες αποδράσεις. Αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη. Πάντα θα φταίει ο "άλλος". Έτσι, ως αθώα θύματα εκμετάλλευσης ανυψώνονται στα μάτια των θεατών και προσπαθώντας να κάνουν και τους ίδιους συνεργούς, δικαιώνονται, ηρωοποιώντας τον εαυτό τους. Θα καταφέρουν άραγε να λυτρωθούν; Καταφέρνουν ποτέ οι άνθρωποι να ξεφύγουν από την παγίδα που στήνουν στον εαυτό τους ή συνεχίζουν να τροφοδοτούν τη ματαιότητα της ύπαρξής τους; Στο έργο, τρεις γυναίκες, η οικονόμος του σπιτιού, η κόρη και η σύζυγος ενός επιχειρηματία προφυλακίζονται και ανακρίνονται ως κύριες ύποπτοι για τη δολοφονία του. Εγώ είμαι η σύζυγος και τα υπόλοιπα θα έλεγα να τα ανακαλύψουν οι θεατές παρακολουθώντας το έργο.
Ποιο μήνυμα θα «στέλνατε» σ’ έναν υποψήφιο θεατή της παράστασης;
Εννοείται να έρθει να μας δει, αλλά όχι μόνον. Θα ήθελα φεύγοντας, να μη βιαστεί να την ξεχάσει. Θα ήθελα να αναρωτηθεί αν υπήρξε κάτι που τον συγκίνησε. Αν ταυτίστηκε με κάποιον ήρωα, ή κάποιος άλλος τον απώθησε. Τα ευρήματα μπορεί να τον εκπλήξουν. Συνηθίζουμε να αποστασιοποιούμαστε από το άσχημο, ή από αυτό που θεωρούμε ανήθικο. Μήπως όμως αυτό είναι κάτι που κουβαλάμε μέσα μας και μας προκαλεί ενοχή; Αν επιτρέψουμε την αναγνώρισή του, όχι μόνο γύρω μας, αλλά και μέσα μας, τότε έχουμε έναν καλό λόγο να επεξεργαστούμε αυτή την πληροφορία, να την τιμήσουμε ως δώρο, προτού την επιστρέψουμε στα σκοτάδια απ’ όπου αναδύθηκε.
Τι πρέπει να περιλαμβάνει κατά τη γνώμη σας, μια καλή παράσταση;
Μα ότι και ένα οποιοδήποτε όμορφο δημιούργημα του ανθρώπου. Ποίηση. Λόγο, ρυθμό και ένταση. Όταν δύο σώματα δονούνται στην ίδια συχνότητα, εν προκειμένω είναι περισσότερα, παράγεται αρμονία και το αποτέλεσμα, αφού οι συχνότητες είναι μεταδοτικές, πάντα θα συγκινεί.
Τι σημαίνει η λέξη «σανίδι» για εσάς;
Ο χώρος που επικοινωνώ την αλήθεια μου με ασφάλεια. «Μόνο μέσω της τέχνης συνειδητοποιούμε την τελειότητά μας» - Όσκαρ Ουάιλντ. Εγώ θα συμπληρώσω και τις ατέλειές μας. Η παρουσία μου στο σανίδι μου υπενθυμίζει τη δυναμική μου ως άνθρωπος και για το καλό και για το κακό. Το θέατρο όμως, λειτουργεί ως άλλοθι. Σ’ αυτό το μη πραγματικό πεδίο δράσης, "στο σανίδι", το άγνωστο γίνεται γνώριμο και οικείο. Η αλαζονική ιδέα ότι μπορεί να είμαι καλύτερη από τους άλλους, ή ο τρόμος ότι μπορεί να είμαι χειρότερη, πεθαίνουν, έστω για λίγο και μαζί τους πεθαίνουν και οι όποιες ενοχές ότι ήμουν ανάξια της ιδανικής εικόνας που έπλασα για μένα και τους άλλους.
Θα σας δούμε και κάπου αλλού φέτος; Ποια είναι τα «άμεσα» σχέδιά σας;
Μετά από πολλά χρόνια άρχισα να αποδέχομαι τη ρήση του σοφού λαού, πως «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια τότε ο Θεός γελάει». «Que sera, sera».
Ποια είναι η αγαπημένης σας ατάκα;
«Σούζυ, και ψεύδεσαι και τρως»
Η Γιούλη Καραουλάνη γεννήθηκε στην Πυλαία Θεσσαλονίκης. Αποφοίτησε από τη δραματική σχολή Βεάκη το 1985 για να ακολουθήσουν συνεργασίες τόσο στο χώρο του αρχαίου δράματος όσο και του σύγχρονου θεάτρου. Οικογενειακοί λόγοι την οδήγησαν να διακόψει την επαγγελματική της πορεία στο θέατρο, χρίζοντάς τον εαυτό της "επαγγελματία μητέρα", όμως η αγάπη της για αυτό, την ξαναγύρισε μετά από πολλά χρόνια σε εκείνα τα ερασιτεχνικά μονοπάτια που πάντοτε τη συγκινούσαν δυνατά.
Συνεργάστηκε με τον Θ. Καρακατσάνη στις "Νεφέλες" του Αριστοφάνη, τον Γ. Βόγλη στον "Προμηθέα Δεσμώτη" του Αισχύλου, την Α. Παπαθανασίου στη "Μήδεια" του Ευριπίδη, τον Κ. Μάριο στον "Ασυλλόγιστο" του Μολιέρου, την Π. Οικονομοπούλου στο "Ασθενοφόρο" του Μότον, τον Μ. Τιγκιρίδη στις "Μικρές Κυρίες" σε διασκευή Κ. Κυριακοπούλου, τον Κ. Ζωγραφόπουλο στο θεατρικό μονόλογο που έγραψε ο ίδιος με τον τίτλο "Ξανά".
Πολύτιμη συνεργασία είχε επίσης με τη θεατρική ομάδα του Πολιτιστικού Συλλόγου των ΕΛΤΑ στα έργα, "Ο Καλός Άνθρωπος του Σεν Τσουάν" του Μ. Μπρεχτ, "Αγγέλα" του Γ. Σεβαστίκογλου, "Εσωτερικαί Ειδήσεις" του Μάριου Ποντίκα, "Μήδεια" του Μποστ όπου και διακρίθηκε στον ομώνυμο ρόλο.
Έχει κάνει σπουδές στην Ήπια Βιοενεργειακή καθώς και στη Σωματική Ψυχοθεραπεία. Είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά. Μοιράζει το χρόνο της σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ασκώντας παράλληλα και τις δύο τέχνες γιατί, όπως πιστεύει η ίδια, η μία συμπληρώνει απόλυτα την άλλη.
Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση, πατήστε ΕΔΩ
Για τον aylogyros news και τον Παύλο Ανδριά