Κουβέντα στην «αυλή» μας με τον θεατρολόγο / θεατρικό σκηνοθέτη / εκπαιδευτικό, Μάνο Καβίδα, με αφορμή την παράσταση «Κύκνειο Άσμα» του Άντον Τσέχωφ, στο Θέατρο ΑΛΚΜΗΝΗ
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να σκηνοθετήσετε αυτή την παράσταση;
Με τα έργα της ρώσικης δραματουργίας ασχολούμαι αρκετό καιρό και νομίζω με εκφράζει βαθύτατα πλέον ο τρόπος που σκέφτονται και γράφουν οι κλασικοί ρώσοι συγγραφείς. Εκφράζουν γλαφυρά και ρεαλιστικά και σε βάθος, την υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου να βρει το νόημα και τη χαρά της ζωής. Ο Τσέχωφ αποτελεί σημείο αναφοράς της κλασικής δραματουργίας του 19ου αιώνα. Εκφράζει τη δύναμη της ψυχής του ανθρώπου, ο οποίος προσπαθεί να ξεπεράσει τα όριά του, να βρει τον εαυτό του και ταυτόχρονα καταγράφει ανελέητα τις αναστολές και τους φόβους του. Το «Κύκνειο άσμα» αποτελεί μια σπουδή πάνω στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, περιγράφει την αγωνία, το φόβο και το ένστικτο του ανθρώπου απέναντι στη ματαίωση της ζωής και το θάνατο. Ένας απολογισμός της ζωής μέσα από τα μάτια ενός ηθοποιού στο τέλος μιας παράστασης. Το σημείο αναφοράς αυτού του έργου που με παρακίνησε να ασχοληθώ είναι η φράση του ηθοποιού Σβετλόφ, ο οποίος κάνει τον απολογισμό μιας ζωής μπροστά σε έναν καθρέφτη: ««Τι κάνεις με αυτά τα γελοία ρούχα… Τι έχεις κάνει για σένα… κάθεσαι και υποδύεσαι ρόλους και παίζεις άλλους και για τους άλλους, πότε ήσουν εσύ, για τον εαυτό σου… πότε ήσουν ο εαυτός σου;».
Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που δίνουν «δύναμη» στην παράσταση, επιτρέποντάς της να ταυτίζεται με το σήμερα;
Η πρωτότυπη διασκευή που επιχειρήσαμε αναδεικνύει, πέρα από τα μεγάλα ερωτήματα περί του νοήματος της ζωής που καταγράφει ο Τσέχωφ στον μονόλογό του, την συγκρουσιακή σχέση του ανθρώπου με τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του. Ο άνθρωπος μπροστά στο φόβο του θανάτου προβαίνει ματαιόδοξα σ’ έναν απολογισμό της ζωής του, μετά από την τελευταία παράσταση της καριέρας του. Με τον τρόπο αυτό εγκλωβίζεται σε έναν λαβύρινθο σκέψεων στον οποίο είναι εξ αρχής χαμένος, οδηγούμενος αποκλειστικά από τον φόβο και την ανασφάλεια των αδιέξοδων επιθυμιών του. Η εσωτερική σύγκρουση του ηθοποιού Σβετλόφ με τον εαυτό του γίνεται αφορμή να μετατρέψει την διαπροσωπική σχέση με τον υποβολέα του, το νεαρό Ιβάνιτς, του οποίου το όνειρο ήταν να γίνει ηθοποιός, σε ένα πεδίο σύγκρουσης και ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός, η μοναξιά και η έλλειψη νοήματος, σε μια κοινωνία που συγκρούεται αδιάκοπα με τον εαυτό της χωρίς να καταλαβαίνει τι πραγματικά συμβαίνει, διότι δεν έχει την ειλικρίνεια να κοιταχτεί στον καθρέφτη, όπως ο Σβετλόφ, νομίζω είναι διαχρονικά αιτήματα που θα απασχολούν πάντα την ανθρώπινη σκέψη. Ο ηθοποιός Σβετλόφ τολμάει μια βαθύτατη εξομολόγηση επί σκηνής, μιλάει ανοιχτά για τη μοναξιά, για το φόβο του θανάτου και για την ενστικτώδη ανάγκη του ανθρώπου να παλεύει για την επιβίωση του, χωρίς αναστολές και φτιασιδώματα. Θα το χαρακτήριζα ένα «αντι-θεατρικό» έργο για το ίδιο το θέατρο.
Θα μπορούσε ως παράσταση το «Κύκνειο Άσμα» να έχει έναν διαχρονικό χαρακτήρα, μέσα στην κοινωνία μας;
Το έργο εκφράζει τις βαθύτατες σκέψεις που έχουμε κάνει όλοι πίσω από τις κλειστές πόρτες των δωματίων μας. Το παράδοξο του έργου είναι πως οι αλήθειες αυτές λέγονται στο τέλος μιας παράστασης, χωρίς αποδέχτες, σε μια άδεια σκοτεινή αίθουσα ενός θεάτρου, μετά την τελευταία παράσταση ενός ηθοποιού. Οι αλήθειες του ηθοποιού χάνονται μέσα στα σκοτάδια, δείχνοντας έτσι πως κάθε προσπάθεια αλλαγής αυτής της κοινωνίας ματαιώνεται, όπως ματαιώνεται στο τέλος η ίδια η ζωή. Η άρνηση της αλλαγής σχετίζεται άμεσα με το πόσο ειλικρινείς παραμένουμε με τον εαυτό μας. Παρόλη, όμως την φαινομενική απαισιοδοξία του, το έργο έχει έναν δυναμισμό και έναν άμεσα καταγγελτικό λόγο, ώστε να μας αφυπνίζει και να μας «προσγειώνει στην πραγματικότητα που ζούμε». Ο διαχρονικός χαρακτήρας θα μπορούσε να εκφραστεί γλαφυρά μέσα από τα λόγια του Σβετλόφ, ο οποίος εκφράζει το παράπονό του: «Η μοναξιά Ιβάνιτς, μας προσγειώνει στην πραγματικότητα που ζούμε. Έναν κόσμο μοναχικό και παρανοϊκό. Δεν έχει μέσα του αυτός ο κόσμος καμία ευαισθησία. Και εμείς ζούμε βλέποντας το χρόνο να περνάει μπροστά από τα μάτια μας».
Ποιο μήνυμα θα «στέλνατε» σ’ έναν υποψήφιο θεατή της παράστασης;
Είναι δύσκολο σε ένα τόσο σπουδαίο κλασικό κείμενο να απομονώσει κανείς ένα και μόνο μήνυμα, ενώ το θεατρικό έργο στέλνει σαν καταπέλτης μοναδικά πολύπλευρα μηνύματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Νομίζω θα κράταγα τη φράση που αγγίζει εμένα προσωπικά, η οποία λέγεται στην εκπνοή του έργου, από τον ίδιο τον Σβετλόφ, λίγο πριν χαθεί για πάντα στα καμαρίνια: «η μοναξιά Ιβάνιτς… αυτή η μοναξιά». Η φράση αυτή αποτελεί σημείο αναφοράς για την πορεία του ανθρώπου και τη συνειδητότητα του, αλλά και για τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Συνεπώς, κάπως πρέπει να διαχειριστούμε με ειλικρίνεια τη μοναξιά μας και αφού τα βρούμε πρώτα με τον εαυτό μας μετά ας κοιτάμε πως θα διαχειριστούμε τους άλλους. Πάντως, η ματαιοδοξία είναι το χειρότερο σενάριο για να μπορέσουμε να φτάσουμε στην αλήθεια μας.
Ποια ατάκα«λατρέψατε» σ’ αυτό το έργο;
Πραγματικά είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις κάποια σημείο από τον χειμαρρώδη μονόλογο του ηθοποιού. Σε όλο το κείμενο φαίνεται μια βαθύτατη ειλικρινής εξομολόγηση. Μια από τις αγαπημένες μου φράσης είναι η εξής: «όλα είναι όνειρα και αυταπάτες».
Ετοιμάζετε κάτι άλλο για φέτος; Ποια είναι τα «άμεσα» σχέδιά σας;
Υπάρχουν αρκετά αγαπημένα θεατρικά έργα. Ας ελπίζουμε πως κάποια στιγμή θα πραγματοποιηθούν. Ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη και για το χρόνο σας.
Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση, πατήστε ΕΔΩ
Για τον aylogyros news και τον Παύλο Ανδριά