Και ποιος δεν έπαιξε και δεν ξεφάντωσε στις Απόκριες των παιδικών μας χρόνων… και ποιος δεν θυμάται εκείνες τις ξεχωριστές ημέρες γιορτής.
Εμείς, καταφέραμε να συλλέξουμε μερικές «μαρτυρίες» από τους ανθρώπους που αγαπάμε και που καθημερινά με τον δικό τους τρόπο, υπάρχουν στη ζωή μας και τους ευχαριστούμε.
Ας πάμε όμως να δούμε, τι έχουν να μας πουν:
Χειμώνα στο χωριό δεν ζήσαμε ποτέ, μόνο Καλοκαίρι. Πηγαίναμε όμως, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς με αφορμή την αποκριάτικη παρέλαση στην πλατεία, που τότε ήταν μέγα γεγονός, καθότι κεφαλοχώρι ήταν τότε η Ξυλούπολη Θεσσαλονίκης και μαζεύονταν πλήθος κόσμου από τα γύρω χωριά και την πόλη.
Αυτό όμως που απολαμβάναμε πραγματικά, ήταν το έθιμο που βιώναμε στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Το βράδυ της Κυριακής, ο παππούς έδενε στην άκρη του πλάστη (μακριά ξύλινη βέργα που άνοιγε φύλλο για πίτες η γιαγιά) μια κόκκινη - κόκκινη κλωστή περίπου μισό μέτρο μήκος. Στην άλλη άκρη έδενε ένα βραστό αυγό ή ένα κομμάτι σκληρού χαλβά (αυτό με το κερασάκι όσοι θυμάστε).
Καθόμασταν τότε κοντά στη σόμπα γύρω από το σοφρά και ο παππούς κρατούσε τον πλάστη με το αυγό ψηλά μπροστά στα πρόσωπά μας, ενώ εμείς με τα χέρια πίσω στην πλάτη προσπαθούσαμε να πιάσουμε το αυγό με το στόμα. Γέλια, πειράγματα και νόστιμες μυρωδιές από την πίτα (μπράνα μπάιντσα, είναι η φημισμένη πίτα του τόπου μας) και τον μπακλαβά της γιαγιάς, που μας περίμεναν να απολαύσουμε στη μέση στο σοφρά, πλημμύριζαν το σπίτι και ο παππούς μπούκωνε τη ξυλόσομπα με κούτσουρα για να μην κρυώσουμε. Μόλις έβγαινε ο νικητής, ο παππούς έβαζε φωτιά στην κλωστή και όσο η φλογίτσα πλησίαζε το ξύλο καθώς καιγόταν, ονομάτιζε τα σιτηρά που έσπερναν στα μέρη μας. Αν η κλωστή καιγόταν μέχρι τέλος, τότε έλεγε «Ευλογημένη να είναι η χρονιά και φέτος θα έχουμε καλή σοδειά!»
Με τις ψυχές γεμάτες με υπέροχες εμπειρίες κοντά στον παππού και τη γιαγιά, με τις κοιλιές φουσκωμένες από τις πίτες και τον μπακλαβά, τους αποχαιρετούσαμε λέγοντας "Συγχωρεμένα" καθώς ανταλλάσσαμε από ένα πορτοκάλι. Διώχναμε λοιπόν, κάθε πίκρα που μας βάραινε για να ξεκινήσουμε με καθαρή καρδιά τη Σαρακοστή!!!
Δήμητρα Τράκα (Συγγραφέας)
Οι Απόκριες αποτελούσαν ένα ξεχωριστό κομμάτι της χρονιάς. Οι περισσότεροι Πολίτες οργάνωναν βραδιές μασκέ στα σπίτια τους. Πάντα ψάχναμε στις ντουλάπες μας, στην Πόλη τις λέγαμε «γκαρνταρόμπες» (“garderobe” στα γαλλικά) και βγάζαμε ό,τι υπήρχε. Ανοίγαμε τα «σεντούκια», (είδος μικρού, συνήθως ξύλινου μπαούλου) για να βρούμε διάφορα παλιά ρούχα με τα οποία θα μεταμφιεζόμασταν.
Στην Κωνσταντινούπολη, δεν κυκλοφορούσαμε μασκέ στους δρόμους, καθώς οι Τούρκοι δεν είχαν αυτό το έθιμο και ίσως προκαλούσαμε κάποιο επεισόδιο.
Τι να κάναμε κι εμείς, μεταφέραμε μέσα σε τσάντες, τις αποκριάτικες στολές που είχαμε δημιουργήσει και ντυνόμασταν σχεδόν έξω από την πόρτα του σπιτιού όπου ήμασταν καλεσμένοι.
Επίσης, διάφορα σωματεία, φιλανθρωπικά και σχολικά, οργάνωναν πάρτι μασκέ, τα περίφημα «μπαλ μασκέ» όπως λέγαμε (“bal masqué” στα γαλλικά), πότε σε κοσμικά κέντρα και πότε σε μεγάλες αίθουσες πολυτελέστατων ξενοδοχείων της Πόλης. Σε αυτές τις χοροεσπερίδες, οι διοργανωτές δημιουργούσαν αποκριάτικο κλίμα μοιράζοντας υπέροχες πολύχρωμες σακούλες, οι οποίες περιείχαν «κοτιγιόν» (“cotillion” στα γαλλικά). Τα «κοτιγιόν» ήταν σερπαντίνες, «κομφετί» (ο γνωστός χαρτοπόλεμος), καπέλα από πολύχρωμο χαρτί, μάσκες, γιρλάντες για το λαιμό, σφυρίχτρες και άλλα πολλά «μπιχλιμπίδια» (στολίδια). Επίσης πραγματοποιούσαν λαχειοφόρο αγορά με πολύτιμα δώρα, τα οποία ήταν από δωρεές συμπολιτών μας και τα πρόσφεραν για ενίσχυση του φιλανθρωπικού έργου και την επίτευξη των σκοπών του κάθε σωματείου. Επάνω στα τραπέζια υπήρχαν κατάλογοι όπου αναφέρονταν τα δώρα των λαχνών και ήταν δέλεαρ για να αγοράσεις περισσότερους. Οι κληρώσεις γινόντουσαν από μικροφώνου. Μετά τη διεξαγωγή όλης αυτής της διαδικασίας, ευχαριστούσαν τους χορηγούς για τις προσφορές τους.
Με αυτό τον τρόπο συνδύαζαν την ψυχαγωγία με τη φιλανθρωπία.
Στάθης Νικολαΐδης (ηθοποιός – συγγραφέας)
Τις ημέρες αυτές τις θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά... πάντα περίμενα το σχολικό πάρτυ για να μεταμφιεστώ... Μου άρεσε να ντύνομαι κάποιος ήρωας από κάποιο αγαπημένο μου παραμύθι... Ένιωθα πολύ ωραία. Σα να ονειρευόμουν ότι ήμουν κάποιος που θαύμαζα και αγαπούσα πολύ για μια ημέρα...
Χαρταετό έχω πετάξει δύο φορές στη ζωή μου… Μου φαινόταν μαγικό και τώρα που το σκέφτομαι λυτρωτικό... Ήταν όμορφα... Μια φορά -ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών- προσπάθησα να κάνω έναν αυτοσχέδιο χαρταετό από κόλλες χαρτιού Α4. Παρότι μου έλεγαν ότι δε θα πετάξει... προσπάθησα. Δυστυχώς είχαν δίκιο!
Γιώργος Πάχος (τραγουδιστής)
Ήμουν δεν ήμουν πέντε ετών, που πήρα από πίσω το γαϊτανάκι, και στο τέλος χάθηκα όπως ήταν φυσικό, και με έψαχναν από την χωροφυλακή. Τελικά, με βρήκε κάποιος γείτονας σε ένα πεζοδρόμιο που έκλαιγα, και με γύρισε στο σπίτι. Ακόμα το θυμάμαι το ξύλο που έφαγα.
Λένα Φατούρου (συγγραφέας)
Τις Απόκριες τις περίμενα σαν παιδί πώς και πώς.Ήταν η περίοδος κατά την οποία περίμενα με αγωνία τη θεία μου, η οποία ασχολούνταν ερασιτεχνικά με την κατασκευή στολών ,να μου φέρει την καινούρια μου στολή.Μία όμως θυμάμαι σαν την πιο αγαπημένη μου.Αυτή του πειρατή.Θυμάμαι ότι είχα ντυθεί πειρατής πάνω από τρεις Απόκριες! Και φυσικά περίμενα και μια από τις Κυριακές των Αποκριών να με πάνε οι γονείς μου ντυμένο με τη στολή μου στο Ζάππειο. Τότε για εμάς ήταν μαγική η βόλτα στο Ζάππειο τις Απόκριες.Ο Δήμος διοργάνωνε πάρα πολλές εκδηλώσεις εκεί με κλόουν , ξυλοπόδαρους και τόσες άλλες εκπλήξεις κάθε χρόνο που μαζεύονταν παιδιά από όλη την Αττική και το παιχνίδι ήταν ατελείωτο!
Γιάννης Κωσταράς (Ηθοποιός - Συγγραφέας)
“Ήρθαν τα καρναβάλια!” Αυτή ήταν η πρόταση με την οποία υποδεχόταν η μητέρα μου την γιορτή των Απόκρεων. Μικρά παιδιά ήμασταν σε ένα χωριό των Τρικάλων, εκεί που κάθε έθιμο, κάθε γιορτή παίρνει τη δικής της τοπική υπόσταση. Λαμβάνει όλα τα ντόπια στοιχεία και μετατρέπεται σε πάρτυ και κέφι.
Πόσα έχω να θυμάμαι από τότε! Τριήμερο ξενοιασιάς και γλεντιού, μασκαρέματος και γέλιου! Πρώτο το αποκριάτικο κλίμα το εισήγαγε η ΕΡΤ, από τις δύο προηγούμενες Κυριακές που μετέδιδε το πατρινό καρναβάλι και στηνόμασταν στην ασπρόμαυρη τηλεόραση με τα δύο κρατικά κανάλια.
Γλεντούσαμε κι εμείς από το καθιστικό-υπνοδωμάτιο με την ξύλινη σόμπα να κατακαίει τα χοντρά κούτσουρα και το φαγητό που ζεσταινόταν μονίμως στο ενσωματωμένο φούρνο της.
Έπειτα, η τρίτη Κυριακή ήταν ημέρα εκκλησίας. Μετά τον εκκλησιασμό, παραμέναμε στην πλατεία για να απολαύσουμε τα άρματα! Ναι άρματα στην όμορφη δεκαετία του 80!
Στολισμένες πλατφόρμες που τα έσερναν τρακτέρ. Επάνω ήταν ντυμένοι μασκαράδες. Όχι τίποτα σπουδαία και ακριβή αμφίεση, αλλά ντυμένοι με ρούχα παλιά από τους ηλικιωμένους του χωριού. Νέοι ντυμένοι γιαγιάδες παππούδες, νύφες γαμπροί, παιδιά. Είχαν και θεματική αμφίεση!
Όταν έφταναν στην πλατεία, κατέβαιναν με τυμπανοκρουσίες και ανέβαιναν στα σκαλοπάτια του παλιού κτιρίου της Κοινότητας και άρχιζε το σόου. Η έγκυος νύφη που δεν ήταν επιθυμητή από την πεθερά και ο μάγκας γαμπρός. Άρχιζε το γλέντι και άρχιζαν να χορεύουν, να κρεμάνε ένα μάτσο χρήματα στο νέο ζευγάρι, κουδούνια, κουρελούδες, βελέντζες. Δεν προλάβαιναν όμως να ολοκληρωθεί το γλέντι και οι πόνοι έπιαναν τη νύφη, η οποία γεννούσε ένα άσχημο μωρό… πιο άσχημο δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου.
Φυσικά όλοι ήταν άντρες και προσπαθούσαν να υποδυθούν τους ρόλους τους με κωμικοτραγικούς τρόπους. Μέσα στην ασχετοσύνη τους πετύχαιναν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα που μας έκαναν όλους να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.
Φεύγαμε για το σπίτι γεμάτοι, ξαλαφρωμένοι από προσωπικές σκοτούρες… έτσι τουλάχιστον αποτυπώνονταν στα πρόσωπά μας. Την ίδια μέρα πολλοί από μας προσπαθούσαμε να βρούμε επίσης παλιά ρούχα, κουρέλια και να μιμηθούμε τους ερασιτέχνες ηθοποιούς της πλατείας. Φορούσαμε κάλτσες αντί για μάσκες στο πρόσωπο για να μην μας αναγνωρίσουν και τρέχαμε στα σπίτια, μήπως μας δώσουν κανένα πενηντάρικο, στην καλύτερη των περιπτώσεων… Εννοείται δραχμές. Αν δεν μας αναγνώριζαν αφήναμε ένα υπονοούμενο… Δεν γινόταν να μας έδιναν τον οβολό τους και να έμεναν με την απορία!
Η επόμενη μέρα κατέληγε με μια πεντανόστιμη φασολάδα, ελιές και λαγάνες στην πλατεία, στο επίκεντρο των σημαντικών εκδηλώσεων. Αυτό όμως που δεν θα ξεχάσω με τίποτα είναι η ανεμελιά της εποχής, η επαφή με τους συγχωριανούς και το άφθονο γέλιο. Χρόνια που μπορούν να μας διδάξουν ότι οι άνθρωποι δεν χρειαζόμαστε περίτεχνα και ακριβά άρματα, ούτε φαντασμαγορικά κέντρα διασκέδασης, ούτε ακόμα πολυτελή εστιατόρια, για να ζήσουμε όμορφες στιγμές! Εύχομαι αυτές οι απόκριες να είναι το ίδιο ανέμελες, ανθρώπινες και απλές!
Τσάτσου Βασιλική (Συγγραφέας)
Τα δικά μου παιδικά γενέθλια, που είχα την τύχη να πέφτουν τις Απόκριες, ξεχειλίζουν υπέροχες αναμνήσεις. Αξέχαστα πάρτυ γενεθλίων με φίλους και συμμαθητές μου, με μασκαρέματα, χρώματα, μουσική, χορό, χαρά και ξεγνοιασιά... Και τι να πρωτοθυμηθώ;
Εκείνα όμως που ξεχωρίζω με συγκίνηση είναι τα γενέθλια των 11 μου χρόνων! Ντυμένη γκέισα με ένα γαλάζιο γνήσιο κιμονό που είχε φέρει η γιαγιά μου από την Αμερική, το σπίτι γεμάτο συνομήλικους χαρούμενους μασκαράδες, στολισμένο πολύχρωμες γιρλάντες, μάσκες, μπαλόνια και πασπαλισμένο χαρτοπόλεμο, μοσχοβολούσε γλυκά και φαγητά και μια τριώροφη σοκολατένια τούρτα, τραβούσε τα βλέμματα όλων!
Και τότε, μέσα στο χορό και το ξεφάντωμα χτύπησε το κουδούνι! Και ήρθε ο Αντώνης!!! ( ο άντρας μου αργότερα...) Ένα αγόρι που πήγαινε στο Γυμνάσιο, ψηλό όμορφο, σοβαρό, με σκούρο κουστούμι και γραβάτα!!! Και ως δια μαγείας όλοι οι μασκαράδες εξαφανίστηκαν!!! Η μικρή γκέισα με το γαλάζιο κιμονό εντυπωσιάστηκε! Στη μέση του σαλονιού και του πάρτυ υπήρχε μόνον ο Αντώνης! Τον γνώριζα φυσικά, αλλά εκείνη την μέρα τον είδα αλλιώς... Έναν όμορφο έφηβο που ξεχώριζε σ’ ένα πλήθος πιτσιρίκια!!!
Χορέψαμε μαζί τσάρλεστον και τουίστ πετούσα στα σύννεφα μέχρι που χόρεψε και με άλλο κορίτσι. Και για πρώτη φορά ζήλεψα!!! Στα 11 χρόνια μου... Τι συναίσθημα ήταν αυτό; Δεν το γνώριζα ούτε καταλάβαινα. Το κατάλαβα όμως αργότερα, στην εφηβεία, όταν η μικρή γκέισα κι ο Αντώνη διάλεξαν να είναι μαζί. Έτσι κάθε Αποκριά, στα γενέθλια μου, θυμούνται με νοσταλγία εκείνο το παιδικό αποκριάτικο πάρτυ που ήταν ουσιαστικά η αρχή της κοινής μας ευτυχισμένης πορείας...
Φλώρα Τζελέπη (Συγγραφέας)
Ήταν το πρώτο μου αποκριάτικο πάρτυ. Θα ήμουν γύρω στα 9, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ηπείρου. Η αγαπημένη μου νονά μου είχε κάνει δώρο την στολή της μικρής Ολλανδέζας που απ’ ότι θυμάμαι σήμερα την φορούσα κάθε χρόνο σαν να ήταν η στολή της εποχής της αποκριάς, έτσι για μια βολτίτσα, χωρίς να έχω πολύ καταλάβει το νόημα της διαφορετικής φορεσιάς.
Όμως εκείνη τη χρονιά, τη χρονιά του πρώτου αποκριάτικου χορού, η στολή είχε βρει τη σωστή της θέση.
Με είχαν καλέσει σε ένα πάρτυ, ίσως στο πρώτο κανονικό πάρτυ τη ζωής μου. Θυμάμαι ακόμη την χαρά και την λαχτάρα μου, για την συμμετοχή μου σε κάτι που δεν ήξερα τι θα ήταν. Νομίζω το έλεγαν αποκριάτικο χορό τότε και γινόταν για όλα τα παιδιά που είχε καλέσει η οικογένεια φίλων, που προφανώς είχαν ήδη την εμπειρία και τη γνώσης της οργάνωσης ενός κανονικού αποκριάτικου πάρτυ.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη εικόνα μπαίνοντας στον χώρο που είχε διαμορφωθεί ειδικά γι’ αυτό το λόγο. Άφθονο κομφετί, χαρτοπόλεμο τον λέγαμε τότε, έπεφτε παντού. Σερπαντίνες ξετυλίγονταν, στολίζοντας και περικυκλώνοντας γελαστά παιδιά και γονείς, και πολλές χαρούμενες φωνές έδιναν το στίγμα του γλεντιού.
Σε μια γωνία υπήρχε ένα πικάπ και οι νότες των Ολύμπιανς, του πρώτου μουσικού συγκροτήματος που άκουσα ποτέ στη ζωή μου ξεχύνονταν, βοηθώντας έτσι τον χορό που σύντομα άρχισε. Το σέικ, ο χορός εκείνης της εποχής, έδινε την ενέργεια στα παιδικά κορμάκια, αλλά και στις μαμάδες, να χορέψουν με τα τραγούδια του αγαπημένου Πασχάλη. Δεν έλειπαν βέβαια και οι διεθνείς επιτυχίες των Beatles και υποψιάζομαι και άλλων συγκροτημάτων της εποχής, μόνο που εγώ θυμάμαι τον αγαπημένο μου, από τότε, Πασχάλη. Φυσικά το μεγάλο σουξέ του χορού ήταν το γιάνγκα, που χορεύαμε όλοι, μικροί μεγάλοι, πιασμένοι σε μια γραμμή ο ένας πίσω από τον άλλο.
Αυτή η μακρινή ανάμνηση του πρώτου αποκριάτικου χορού της ζωής μου, έμελλε να συναντήσει στην ενήλικη ζωή μου πολύ αργότερα το πατρινό καρναβάλι. Τότε κατάλαβα αληθινά εκείνα που είχα νιώσει και μικρό παιδί, ως μικρή ολλανδέζα.
Την ελευθερία, την ξεγνοιασιά, την χαρά και τον άφθονο χορό που σημαδεύουν το καρναβάλι όταν μπορείς να το βιώσεις και να το απολαύσεις με αυτό τον τρόπο. Ένα διάλειμμα της καθημερινότητας, μια ευκαιρία να ξαναγίνεις μικρό παιδί, να χοροπηδήσεις σε λακκούβες με νερά στο δρόμο της ώρα της παρέλασης, να γελάσεις και να τραγουδήσεις, να αφήσεις την ψυχή σου να βρει ένα χαμένο της κομμάτι αθωότητας και απόλυτης χαράς.
30 χρόνια συμμετοχής στο Πατρινό καρναβάλι έφτασαν για να συναντήσουν την ανάμνηση του πρώτου αποκριάτικου χορού της ζωής μου. Και να σημειώσουν τα δυο κοινά στοιχεία αυτών των εποχών. Τις αποκριάτικες μεταμφιέσεις του καρναβαλιού που εναλλάσσονται όμως τώρα κάθε χρόνο και τον αγαπημένο Πασχάλη που ακόμη μας κάνει να τραγουδάμε και να χορεύουμε στα αποκριάτικα πάρτυ της ζωής μας.
Εύα Κροκίδη (Συγγραφέας)
Εκείνα τα χρόνια στο 1975 περίπου τα σπίτια της γειτονιάς μου δεν είχαν πολλά λεφτά και ανέσεις, είχαν όμως ανοιχτές πόρτες και διάπλατη καρδιά! Και όρεξη και κέφι να ζουν! Στις απόκριες όλοι έβαζαν επάνω τους μια ρόμπα, ένα τσεμπέρι, μια τραγιάσκα, έβαφαν και με κάρβουνο τα μάγουλα και στήνανε φάρσες. Από πόρτα σε πόρτα κάνανε πλάκες και γελούσανε με τη ψυχή τους. Στο σχολείο πριν την Καθαρά Δευτέρα ένα απόγευμα στήνανε χορό. Πηγαίναμε με τους γονείς μας ντυμένοι καρναβαλάκια και χορεύαμε. Γυρνούσαμε και το πολύχρωμο γαϊτανάκι. Όλα τα κοριτσάκια και τα αγοράκια φρόντιζαν με όποιο τρόπο μπορούσαν να βρουν στολές.
Πριγκίπισσες, νεράιδες, βασιλοπούλες, κολομπίνες, βασίλισσα της νύχτας, καουμπόηδες, Ζορό, αστυνόμοι... Λίγα κορίτσια και αγόρια είχαν την πολυτέλεια να αγοράσουν στολή. Οι πιο πολλοί δανειζόμασταν από εδώ και από εκεί. Εγώ είχα την τύχη η μαμά μου να έχει μια φίλη Εβραία. Έμενε κανά δυο τετράγωνα πιο κάτω από εμάς. Δεν ξέρω πως έγιναν φίλες αλλά για μένα ήταν κάτι το φοβερό αυτή η γνωριμία.
Στο σπίτι της, στο σαλόνι είχε ένα μεγάλο καφέ μπαούλο. Ήταν τεράστιο. Χωρούσαν δυο άνθρωποι μέσα σίγουρα. Το μαγικό μπαούλο! Μέσα είχε του κόσμου τις φορεσιές και μάλιστα με όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ. Αυτή η εβραία είχε και τρεις κόρες.
Η μικρότερη, η Εσθήρ, ήταν περίπου στην ηλικία μου. Πολύ όμορφη, εξωτική. Μαύρα μακριά μαλλιά μέχρι την μέση, ίσως και πιο κάτω, με κατάλευκο δέρμα. Μου έκανε πολύ εντύπωση η διαφορετική ομορφιά της. Το ‘75 ήμουν Ε΄ τάξη. Στο δημοτικό είχε ανακοινωθεί η μέρα του αποκριάτικου χορού. Πήγαμε χέρι- χέρι με τη μαμά μου στην φίλη της την εβραία. Μας άνοιξε με χαμόγελο: «Βρε, βρε καλώς τους». Είδα την Εσθήρ και την τράβηξα αμέσως να πάμε στο μπαούλο.
Κάθε χρόνο αυτό γινότανε. Το ξέρανε οι μαμάδες μας. Έτσι και αλλιώς γι’ αυτό πήγαμε. Κυριολεκτικά χώθηκα μέσα στο μπαούλο. Ότι μου γυάλιζε το έβγαζα έξω και το φορούσα. Το ίδιο και η Εσθήρ. Μα ήταν τόσο όμορφα. Τόσο μαγικό αυτό το μπαούλο. Λες και δεν τέλειωνε ποτέ αυτό που έκρυβε μέσα. Ώσπου βρήκα την στολή της καρδιάς μου! Ένα αραχνούφαντο λευκό φόρεμα σαν μπαλαρίνας. Με μια ροζ σατέν κορδέλα στη μέση. Το φόρεσα κατευθείαν. Έφτανε μέχρι λίγο πιο πάνω από τα γόνατα.
«Θα κρυώσεις είπε η μαμά μου».
Η φίλη της όμως χαμογελαστά μου έδωσε ένα πανέμορφο λευκό καλσόν που είχε κεντημένα επάνω τριανταφυλλάκια και πράσινα φυλλαράκια. Και δεν τέλειωσε εδώ! Ένα λευκό πλεκτό καλάθι στολισμένο με κορδέλες συνόδευαν τη στολή. Και μια λευκή κορδέλα για τα μαλλιά με τριανταφυλλάκια και ήλιους και πασχαλίτσες! Τα φόρεσα όλα. Και παπούτσια;
«Και παπούτσια» είπε η φίλη της μαμάς μου.
Κάτι γλυκά μπαλαρινέ παπουτσάκια λευκά με λουλουδάκια. Μα ήταν μια οπτασία η στολή και εγώ λαμποκοπούσα μέσα σε αυτήν.
«Τι είμαι ντυμένη;» ρώτησα.
«Είσαι η Άνοιξη» μου είπε η Εσθήρ!
Ήμουν η Άνοιξη! Ζωγραφιστή και πολύ, πολύ, όμορφη! Καμάρωνα τόσο για την στολή μου! Πέταγα σε πελάγη ευτυχίας! Το απόγευμα του σχολικού χορού προκαλούσα τον θαυμασμό σε όλους.
Σε μαθητές, σε μαθήτριες, σε δασκάλες, σε όλους! Χορέψαμε με τη ψυχή μας. Και στο τέλος ήρθε η δασκάλα μου και μου είπε:
«Αν δίναμε βραβείο της καλύτερης στολής θα το έπαιρνες εσύ!» Ένιωθα να πετάω. Μια άνοιξη που θα μείνει χαραγμένη για πάντα στην μνήμη μου και στην καρδιά μου!
Ελισάβετ Σατσόγλου (Συγγραφέας)
Κάπου εκεί… στις αρχές του ‘90, τότε που όλα ήταν πιο απλά, πιο παιδικά, χωρίς οθόνες, βιντεοπαιχνίδια, μασκαρευόμασταν με τον αδερφό μου και φεύγαμε με τους γονείς μας, από την πρωτεύουσα της Κύπρου για να πάμε παραθαλάσσια, εκεί στην πανέμορφη Λεμεσό.
Εκεί κάθε χρόνο, η πόλη αυτή, διοργανώνει την μεγαλύτερη (παγκύπρια) καρναβαλίστικη παρέλαση.
Βροχή από σερπαντίνες, μπαλόνια και αυτά τα σπρέι που κολλάνε πολύχρωμα επάνω σου και δεν φεύγουνε καθόλου;
Χορεύαμε ασταμάτητα μέχρι να βραδιάσει! Όταν τότε τελείωνε η παρέλαση και πηγαίναμε σε εστιατόριο να φάμε, βλέποντας τη θάλασσα. Από τις καλύτερες Απόκριες που θυμάμαι σαν παιδί.
Ο Ζορό αδερφός μου σαν σωματοφύλακας και γω μια πασχαλίτσα! Φαίνεται πάντα διάλεγα στολές που είχανε κόκκινο χρώμα, πασχαλίτσα, κοκκινοσκουφίτσα κλπ.
Αντωνία Μάμα (Συγγραφέας)
Γεννήθηκα στην «πόλη του γλεντιού», όπως χαρακτηριστικά λέγεται η πανέμορφη Λεμεσός της Κύπρου.
Μια πόλη που από τα πολύ παλιά χρόνια, τιμούσε το καρναβάλι με παρελάσεις, χορούς, εκδηλώσεις, καντάδες & μασκαρεμένους με πραγματικό κέφι.
Από μικρή θυμάμαι ότι ως οικογένεια τιμούσαμε όλες τις παραδόσεις. Την Τσικνοπέμπτη λοιπόν, ψήναμε λουκάνικα, σουβλάκια κ.λ.π. και για επιδόρπιο τρώγαμε τα περίφημα πουρέκια της αναρής, δηλαδή τηγανιτές πιτούλες με γέμιση αναρή (κυπριακό τυρί που μοιάζει με μυζήθρα) με ζάχαρη.
Το απόγευμα γινόταν η πανηγυρική είσοδος του βασιλιά καρνάβαλου πάνω στο άρμα, το οποίο συνοδευόταν από τη φιλαρμονική της πόλης, μαζορέτες και κανταδόρους.
Τα γλέντια, οι ξέφρενοι χοροί, τα τραπέζια και το κέφι συνεχίζονταν όσες μέρες διαρκούσε το Τριώδιο και έκλεινε με τη μεγαλειώδη παρέλαση χιλιάδων ατόμων, που έρχονταν από όλες τις πόλεις της Κύπρου για να γλεντήσουν.
Φυσικά, αν δεν είσαι βέρος Λεμεσιανός, πιστεύω πως δεν μπορείς να νιώσεις στο πετσί σου τον ρυθμό του καρναβαλιού, που γίνεται ένα με τους χτύπους της καρδιάς σου. Γι' αυτό και οι Λεμεσιανοί χαρακτηρίζονται ως άνθρωποι "έξω καρδιά" και γεμάτοι κέφι για ζωή.
Έτσι κι εγώ, δηλώνω μια από αυτούς, αφού σχεδόν κάθε χρόνο, είτε μασκαρεύομαι είτε όχι, αισθάνομαι κομμάτι αυτού του υπέροχου συνόλου.
Έλενα Μακρυγιάννη - Βρυωνίδου (Συγγραφέας)
Οι Απόκριες των παιδικών μου χρόνων, τα «Καρναβάλια» όπως τα ονομάζαμε στο σπίτι, ερχόταν πάντα με δύο συναισθήματα: την αναμονή και τη ζήλεια για το πάρτι γενεθλίων του μεγαλύτερου αδελφού μου.
Βλέπετε εκείνος ήταν γεννημένος καταμεσής του Τριωδίου οπότε τα γενέθλιά του πάντα συνοδευόταν από ένα «γκράντε» μπαλ μασκέ στο σπίτι σε αντίθεση με τα δικά μου καλοκαιρινά γενέθλια στα οποία συνήθως βρισκόμασταν σε κάποια ερημική παραλία. Τι παιδικά τραύματα τελικά μπορεί να κουβαλά κανείς!
Η προετοιμασία ξεκινούσε με τη μητέρα μου να κατεβάζει κούτες από το πατάρι, γεμάτες από πολύχρωμες γιρλάντες, χάρτινες μάσκες και σερπαντίνες (το κομφετί ήταν του διαβόλου πράγμα). Το σπίτι γινόταν επιεικώς ο ορισμός του «κιτς» ή του «τσιρκολίν», εάν το προτιμάτε.
Το μεγαλύτερο «κλου» ωστόσο, ήταν η μέρα που ο πατέρας μου κουβαλούσε σακούλες ολόκληρες με πλαστικές ντουντούκες, μάσκες, ροκάνες και διάφορα άλλα ευφάνταστα μπιχλιμπίδια.
Όταν έφτανε η πολυπόθητη μέρα των γενεθλίων, γινόταν της μουρλής το πανηγύρι… ναι είχαν δοθεί προσκλήσεις, αλλά η πόρτα άνοιγε σε κάθε γείτονα που αποφάσιζε να χτυπήσει την πόρτα. Ήταν η εποχή που στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης ακόμη γνωριζόμασταν…
Η τρέλα, η χαρά και το πανδαιμόνιο της Αποκριάς, κράτησαν μέχρι κάπου εκεί στο Γυμνάσιο που κατεβαίναμε στην «Ωραία», στη Μητρόπολη. Στο Λύκειο πλέον, όλο αυτό άρχισε να ξεθωριάζει, να μην μιλάει στην ψυχή μου κι έτσι σιγά – σιγά κι αθόρυβα, χωρίς να καταλάβω πως, σταμάτησε η μητέρα μου να στολίζει το σπίτι, καταχωνιάστηκε κάπου ο διάκοσμος και τα αυθόρμητα ντυσίματα ξεχάστηκαν… δεν ήταν όμως μόνο στο δικό μας το σπίτι… εξαφανίστηκαν οι μασκαράδες από τους δρόμους της Θεσσαλονίκης και σταμάτησαν οι αποκριάτικοι χοροί στις κοσμικές ταβέρνες. Λες και μαζί με τις προσωπικές μου Απόκριες, απώλεσε κι ολόκληρη η Θεσσαλονίκη τη γιορτινή ατμόσφαιρά της…
Χρόνια μετά, όταν πλέον είχα γνωρίσει τον Σάκη, μού εκθείαζε το αποκριάτικο κλίμα της Νάουσας: μικροί και μεγάλοι, «ντυμένοι» να διασκεδάζουν στα μπαράκια και στους δρόμους μέχρι πρωίας. Με έπεισε να επισκεφτούμε την αγαπημένη του πόλη για να ζήσω την εμπειρία.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να μπεις στο μπαρ εάν δεν ντυθείς»
Πώς να πεις όχι όταν είσαι φρεσκοερωτευμένη; Ενέδωσα. Ντυθήκαμε ποντίκια… Κατεβήκαμε στους δρόμους της Νάουσας… Περίμενα να δω τους δρόμους πλημμυρισμένους από Καρναβάλια… Μπήκαμε στα μπαράκια… Περίμενα να τους βρούμε εκεί… Οι μασκαράδες ήταν πλέον είδος προς εξαφάνιση… όλοι μας κοιτούσαν σαν εξωγήινους… Ακόμα γελάμε με τη φωνή ενός μικρού κοριτσιού που μας κοιτούσε σαν αξιοθέατο: «Μαμά! Μαμά! Δες δυο καρναβάλια!!!»
Σοφία Βόϊκου (Συγγραφέας)
Μεγάλωσα στην επαρχία και συγκεκριμένα στην Κορώνη Μεσσηνίας. Για εμάς εκείνα τα χρόνια οι απόκριες και το καρναβάλι αποτελούσαν τηλεοπτικά δρώμενα καθώς δεν είχαμε την παραμικρή δραστηριότητα.
Λίγο πριν τελειώσω το λύκειο, ξεσήκωσα τις φίλες μου και κάποια παιδιά για να ντυθούμε μασκαράδες και να κατέβουμε μια βόλτα στην πλατεία του χωριού.
Ρούχα δανειζόμασταν από τις γιαγιάδες μας και φτιάχναμε αυτοσχέδιες μάσκες. Ωστόσο αξιόλογος και πολύ διασκεδαστικός ήταν ο γάμος του Κουτρούλη, που γινόταν στη Μεθώνη και φυσικά η Μεσσήνη έκανε πολύ ωραίο καρναβάλι, εκείνα τα χρόνια.
Ως έθιμο θυμάμαι έντονα, ανήμερα των Αποκριών, το τραπέζι με πολλούς συγγενείς, στο οποίο, προσπαθούσαν όλοι να δαγκώσουν ένα αβγό που κρεμόταν από το ταβάνι, χωρίς να χρησιμοποιήσουν χέρια.
Αυτά θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία, καλές απόκριες σε όλους!!!
Καίτη Δροσίνη (Συγγραφέας)
Οι Απόκριες στην πόλη των Ιωαννίνων, είναι συνυφασμένες με το διασκεδαστικό κλίμα που επικρατεί εκείνες τις ημέρες. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς μικροί και μεγάλοι ξεχύνονται στους δρόμους και στις γειτονιές με χορό, τραγούδι και πειράγματα περιμένοντας την δύση του ηλίου όπου σε κάθε γειτονιά θ' ανάψουν οι Τζαμάλες.
Θεόρατες φωτιές που προέρχονται από τεράστιους κορμούς δέντρων ανάβουν κάθε χρόνο σε διαφορετικές συνοικίες της πόλης των Ιωαννίνων την τελευταία Κυριακή πριν την αρχή της Σαρακοστής.
Γύρω τους στήνεται κάθε χρόνο γλέντι με πολύ χορό και κρασί που κρατά μέχρι τα ξημερώματα. Το έθιμο υπάρχει από τον 19ο αιώνα και αναβιώνεται κάθε χρόνο από το λαό καθώς θεωρείται ως καθαρτήριο για να ανοίξει καλά η νέα χρονική περίοδος, δηλαδή αυτή που θα έρθει μετά τον Χειμώνα.
Η πρώτη παιδική ανάμνηση που μου έρχεται στο μυαλό όταν έρχονται Απόκριες, είναι το γαϊτανάκι που γινόταν στην Αποκριάτικη γιορτή του δημοτικού σχολείου. Συνήθως συμμετείχαν παιδιά της πέμπτης και της έκτης δημοτικού.
Μέρες πριν κάναμε πρόβες ώστε να είμαστε έτοιμοι για την μεγάλη γιορτή. Έπρεπε να μάθουμε καλά τα βήματα ώστε να πλέκουμε και να ξεπλέκουμε σωστά τις κορδέλες στο γαϊτανάκι.
Δεκατρείς μαθητές χρειαζόμασταν για αυτό το χορό. Ο ένας να κρατάει τον μεγάλο στύλο στην μέση, όπου από την κορυφή του κρεμόντουσαν δώδεκα μακριές κορδέλες διαφορετικού χρώματος η καθεμιά και οι υπόλοιποι δώδεκα να κρατάμε από μια κορδέλα και να χορεύουμε σε ζευγάρια.
Κινούμασταν γύρω από το στύλο εναλλασσόμενοι με το ζευγάρι μας. Όταν οι κορδέλες τυλιγόντουσαν στο στύλο και οι χορευτές μαζευόμασταν όλο και πιο κοντά στον στύλο, ο χορός τελείωνε και το γαϊτανάκι έμενε στολισμένο να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.
Την ημέρα της γιορτής όλο το σχολείο ήταν γεμάτο χρώματα χάριν στις αποκριάτικες στολές που φορούσαν όλοι οι μαθητές. Κομφετί και σερπαντίνες διάσπαρτα παντού και από το μεγάφωνο να ακούγονται αποκριάτικα τραγούδια.
Καουμπόηδες, αρλεκίνοι, Ζορό, βασίλισσες της νύχτας, Σπανιόλες, νεράιδες, κλόουν, αμαζόνες, ήταν μερικές από τις στολές που επικρατούσαν κάνοντας το κάθε παιδί να μπαίνει στο ρόλο του ανάλογα με το τι ήταν ντυμένο.
Ολόκληρα θεατρικά παιζόντουσαν ερήμην μας π.χ. ο Ζορό που σώζει την αιχμάλωτη νεράιδα, ο αρλεκίνος που διασκεδάζει την βασίλισσα της νύχτας στο παλάτι της και ένα σωρό άλλα. Γέλια, χορός, τραγούδι, ξεφάντωμα. Ακόμα και το εκπαιδευτικό προσωπικό συμμετείχε και βλέπαμε τότε το ανέμελο πρόσωπο των δασκάλων μας που ουδεμία σχέση είχε με αυτό της διδασκαλίας.
Αναθαρρεύαμε σαν τους βλέπαμε έτσι γελαστούς να χορεύουν και να τραγουδούν μαζί μας, μικροί και μεγάλοι γινόμασταν μια αγκαλιά και ήταν ίσως από τις σχολικές εκείνες γιορτές που περιμέναμε με ανυπομονησία και δεν θέλαμε να τελειώσουν.
Οι Απόκριες των παιδικών μου χρόνων ήταν απλές χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις και αυτή ήταν και η μαγεία τους δημιουργώντας μας αναλλοίωτες αναμνήσεις στο πέρασμα του χρόνου.
Είθε όλα τα παιδιά του κόσμου μεγαλώνοντας να έχουν στην φαρέτρα τους τέτοιου είδους αναμνήσεις.
Καλές Απόκριες, καλή Σαρακοστή με υγεία!
Νεφέλη Πόπη Ζάνη (Κειμενογράφος, Συγγραφέας)
Για τουλάχιστον δύο τρία χρόνια μία ήταν η «στολή» μασκαρά που φορούσα με λαχτάρα. Ένα καπέλο κάου μπόι, μία ζώνη στη μέση για να εφαρμόζει καλά το μαύρο περίστροφο κι αυτό ήταν όλο.
Περισσότερα η φαντασία δεν χρειαζόταν για να πετύχει η «μεταμόρφωση» ζώντας μια μοναδική περιπέτεια στο Φαρ ουέστ των παιδικών μας χρόνων.
Βέβαια η αγωνία ήταν μεγάλη κατά την περιήγηση στα δρομάκια του χωριού για το αν θα βρω κάπου εκεί γύρω έναν… ινδιάνο. Αλλιώς τι νόημα είχε όλη η διαδικασία. Και στον Παράδεισο μόνος δεν αγιάζεις. Οπότε κάου μπόι χωρίς ινδιάνο είναι «χορτόπιτα χωρίς χόρτα», όπως έλεγε κι η συχωρεμένη η μάνα μου, η κυρά Μαρία.
Ευτυχώς ο «ινδιάνος» δεν σπάνιζε ως αποκριάτικη φορεσιά. Μάλλον κι εκείνοι προσδοκούσαν με λαχτάρα το κυνηγητό με τους σερίφηδες για να αποχτάνε ενδιαφέρον οι ημέρες της Αποκριάς.
Κι όταν οι δύο «εχθροί» κάπου αντάμωναν κάπου εκεί στο μικρό Αιτωλικό μας, μπαμ μπάμ έδινε κι έπαιρνε το πιστολίδι προσπαθώντας να ξετρυπώσω από τους πυκνούς θάμνους τον «άγριο» που κυνηγούσαμε.
Το περίεργο ήταν όταν στα καλά καθούμενα έσκαγε μύτη ανάμεσά μας κανένας «τούρκος» με κόκκινο φεσάκι, γιατί τα πράγματα μπερδεύονταν και η ιστορία άλλαζε σκηνικό.
Χάλαγε έτσι όλη η σκηνοθεσία, καθώς στο σκηνικό έμπαιναν απρόσκοπτα και κάποιοι «πιερότοι», «Ζορό» και γενικά άσχετοι ήρωες που ζητούσαν σώνει και καλά να χωρέσουν στο ίδιο πλάνο.
Τότε έπρεπε να γίνουν συμβιβασμοί, και φυσικά διαχωρισμοί σε «καλούς» και «κακούς», αλλιώς δεν θα εξελισσόταν η σκηνή.
Όλα όμως τότε λειτουργούσαν πολύ φυσικά και χωρίς πολλές κουραστικές διευθετήσεις. Τα «στρατόπεδα» διαμορφωνόταν εν εξελίξει και το παιχνίδι έδινε κι έπαιρνε χωρίς να θυμάμαι να μού έμπαινε κανένα φιλοπόλεμο μικρόβιο.
Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι το ζούσαμε με την ψυχή μας, επίσης ότι πάντα στα πλαίσια μιας φανταστικής συνθήκης στην πραγματικότητα κανένας δεν χτυπούσε κανέναν κι ας έπεφταν οι σφαίρες σαν το χαλάζι. Το παιχνίδι διαρκούσε ως αργά το βράδυ, όταν οι μανάδες έμπηγαν μια φωνή να μαζευτούμε σπίτια μας για να συνεχιστεί την άλλη μέρα η δεύτερη πράξη.
Κι όταν οι Αποκριές πέρναγαν πάλι, χορτασμένοι από το «δούναι και λαβείν» χαράς και έντασης, με ιερή ευλάβεια βολεύαμε με τον αδερφό μου τον Χρήστο τα αποκριάτικα αξεσουάρ πάνω από την ντουλάπα - η μάνα μου έβαζε κι ένα σεντόνι να μην περνάει σκόνη - περιμένοντας με παιδική στωικότητα τις επόμενες Αποκριές για να ξαναζήσουμε κινηματογραφικές σκηνές δίχως θύματα και θύτες.
Λιτά και ανθρώπινα, απλά και λιτά, όμορφα και χαριτωμένα… όπως ήταν τα χρόνια εκείνα, τα λιτά και απέριττα…
Διονύσης Λεϊμονής (Συγγραφέας)
Τι θυμάμαι από τις απόκριες των παιδικών μου χρόνων... Μοιάζουν τόσο μακρινές, κι όμως είναι αρκετό να κλείσω για λίγες στιγμές τα μάτια και γεμίζει το μυαλό και η καρδιά εικόνες, χρώματα, μυρωδιές, γέλια, πρόσωπα αγαπημένα, χαρούμενα, που ήταν ευτυχισμένα με λίγα απλά πράγματα. Ήξεραν να ζουν όμορφα, ήξεραν να μοιράζονται, ήξεραν να αγαπούν και να κάνουν τις στιγμές γιορτή.
Δεν χρειαζόταν καμιά θεματική μεταμφίεση. Ο καθένας ντυνόταν με ό, τι μπορούσε να βρει, με φαντασία και κέφι. Την ημέρα της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς, τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια ντυνόμασταν με ρούχα που από μέρες είχαμε φροντίσει να ανακαλύψουμε στις ντουλάπες του σπιτιού, τούλια και καπέλα αν ήμασταν λίγο τυχεροί.
Δεν φορούσαμε μάσκες, αλλά βαφόμασταν με λίγο ρουζ και λίγο κραγιόν αν είχε η μάνα μας ξεχασμένο στην τσάντα της κάποιο από παλιά... Στα χωριά δεν το είχαν στα απαραίτητα, τότε, οι γυναίκες... Πηγαίναμε παρέες στα συγγενικά σπίτια όπου μας επιβράβευαν με όμορφα λόγια για τη μεταμφίεση μας, αλλά και με κανένα διφραγκάκι! Αυτό ήταν το καλύτερό μας! Φορτωνόμασταν και με πολλές ευχές και κατά το μεσημέρι επιστρέφαμε στο σπίτι, για φαγητό και μετά...
Αμέσως μετά η μάνα άρχιζε να ετοιμάζει το βραδινό φαγητό, γιατί εκεί κρυβόταν η μαγεία της ημέρας! Ανταμώναμε πέντε έξι ή και περισσότερες οικογένειες, συγγενείς ή ίσως και από δυο τρία διαφορετικά σόγια, σε ένα σπίτι, σε αυτού που είχε το μεγαλύτερο, αν και όλοι οι καλοί χωρούσαν!
Η κάθε οικογένεια έφερνε τα φαγητά που είχε ετοιμάσει, και όλα μαζί συγκεντρώνονταν στο τραπέζι. Όλα παραδοσιακά, όλα απαραίτητα με κρέας, αλλά κυρίως πεντανόστιμα και μοσχομυρωδάτα. Ίσως όχι επειδή το βασικό συστατικό ήταν το κρέας, αλλά κυρίως ήταν η αγάπη και πολύ κέφι! Απαραίτητο έδεσμα, οι μυζηθρόπιττες!!! Φτιαγμένες από χειροποίητη ζύμη, στρογγυλές γεμισμένες με μυζήθρα σπιτική, τηγανισμένες και πασπαλισμένες με ζάχαρη ή μέλι! Και κρασί μπόλικο βέβαια! Τα αστεία και τα πειράγματα ατέλειωτα και τόσο καλοπροαίρετα και ευφάνταστα, γέλια, χαρά!
Το βράδυ έφτανε η σειρά των μεγάλων να μεταμφιεστούν κρύβοντας πάντα και τα πρόσωπα, να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και να δημιουργούν διάφορα αυτοσχέδια κωμικά θεατρικά, προσέχοντας όμως να μην αποκαλυφθούν.
Οι παρέες συμμετείχαν στα αστεία τους, προσπαθώντας συγχρόνως να μαντέψουν ποιοι ήταν οι μασκαράδες.
Άλλες φορές, σε κάποιο από τα καφενεία του χωριού στηνόταν γλέντι και ο κόσμος πήγαινε εκεί για να διασκεδάσει και να χορέψει, κι αυτό ήταν κάτι που δεν είχαν συχνά την ευκαιρία να το κάνουν. Ίσως γι’ αυτό τους έδινε τόσο μεγάλη χαρά, ή απλά επειδή φρόντιζαν να αφήνουν μια πόρτα της καρδιάς ανοιχτή για να μπει η χαρά... Εκεί στα γλέντια αυτά, άλλοι μασκαράδες έφευγαν κι άλλοι έρχονταν, έκαναν τα αστεία τους, χόρευαν μαζί με τον κόσμο, αντάλλασσαν πειράγματα χωρίς κανένας να παρεξηγείται! Ούτε θέμα υπήρχε στη μεταμφίεση, ούτε σκηνοθετημένα τα σκετσάκια τους, όλα αυθόρμητα κι όλα με κέφι!
Ακόμα όμως κι αν δεν είχε διοργανωθεί γλέντι ή αντάμωμα των οικογενειών σε κάποιο σπίτι, εκείνη η βραδιά επιβαλλόταν να έχει κάτι το διαφορετικό, γιατί ήταν διαφορετική! Μετά το βραδινό φαγητό, οι οικογένειες πήγαιναν στο καφενείο, σε ένα απ’ όλα, γιατί τότε υπήρχαν αρκετά στο χωριό. Καθόταν απλά για να πιούν ένα ποτό, αναψυκτικό οι γυναίκες και τα παιδιά, το πολύ καμιά ρακή οι άντρες. Πάντα, ακόμα κι έτσι θα έκαναν την εμφάνιση τους οι μασκαράδες!
Έχει αξία και σημασία να πω, ότι εκείνη η βραδιά ήταν η μοναδική που στο καφενείο έβλεπε κανείς γυναίκες και παιδιά, γι’ αυτό την περιμέναμε πώς και πώς! Τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, ήταν ένας χώρος αποκλειστικά για άντρες!
Όπως κι αν την περνούσαμε τελικά αυτή τη βραδιά όμως, το σίγουρο ήταν ότι ήταν ξεχωριστή, την χαιρόμασταν και πάντα έκλεινε με την ευχή και του χρόνου να είμαστε καλά, και όλοι μαζί αγαπημένοι... Τώρα που τα θυμάμαι, δεν είμαστε όλοι μαζί, δεν είμαστε όλοι εδώ...
Την επόμενη μέρα, την Καθαρά Δευτέρα, άρχιζε η νηστεία. Δεν είχε χιλιάδες σαρακοστιανά, αυστηρά λαγάνα, ελιές χαλβά λαχανικά. Ήταν νηστεία.
Ανοίγω τα μάτια... Πω πω! Πόσα χρόνια πήγα πίσω; Πάνω από μισό αιώνα, κι όμως έχει πλημμυρίσει η ψυχή μου μυρωδιές κι αγάπη! Να, τρέχουν και οι μασκαράδες, φεύγουν κι αυτοί...
Και του χρόνου, με χαρά, κι όλοι εδώ μαζί κι αγαπημένοι!!!
Μαρία Πρινάρη - Καρκαβατσάκη (Συγγραφέας)
Όσοι με ξέρουν καλά, γνωρίζουν την μεγάλη μου αγάπη για τις απόκριες, τα μασκέ πάρτι και τις αυτοσχέδιες μεταμφιέσεις. Ο γιος μου ειδικά, που ως παιδί αφηνόταν κάθε χρόνο στα χέρια μου για να τον μεταμορφώσω σε ό,τι ήθελε, αφού του είχα υποσχεθεί πως όσο δύσκολο και αν ήταν αυτό που ήθελε να …«ντυθεί», θα το κατάφερνα. Ας πούμε, πως ήταν ένα μικρό στοίχημα που είχαμε βάλει μεταξύ μας. Μια πρόκληση για μένα και τις ικανότητές μου ως πρώην make up artist.
Αυτή η αγάπη μου για τις μεταμφιέσεις, όπως όλα άλλωστε, έχει τις ρίζες της στην παιδική μου ηλικία, εκεί που μια άλλη μητέρα -η μητέρα μου- με πολύ λιγότερα μέσα αλλά με αρκετή φαντασία και ικανότητες στην μοδιστρική, είχε δεσμευτεί να πραγματοποιήσει τις δικές μου επιθυμίες ως παιδί.
Πόσες παλιές κουρτίνες και σεντόνια είχαν θυσιαστεί για να γίνουν στολές βασίλισσας & κοντεσίνες! Πόσα αχρησιμοποίητα καπέλα είχαν μετατραπεί σε εντυπωσιακά καπέλα belle epoque! Έπεφτε στο τραπέζι η ιδέα για το τί θα ντυνόμουν τις απόκριες -που τις περίμενα πως και πως- κι η μαμά έβγαζε αμέσως τα πατρόν για τη δημιουργία της φορεσιάς μου και ξέθαβε παλιά υφάσματα που είχε πάντα φυλαγμένα στο μπαούλο.
Όταν ερχόταν η στιγμή να φορέσω τη στολή μου και να βγω για μια μέρα από την πραγματικότητα, η ευτυχία μου δεν περιγραφόταν.
Κυρίως για την μοναδικότητα της στολής που ήταν μόνο δική μου και όχι «αγορασμένη». Ίσως υποσυνείδητα να έβρισκα πιο σπουδαίο ότι είχε ανάμεσα στις κλωστές της την αγάπη και την παιδικότητα της μαμάς μου. Η στολή όμως που μου έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μου ήταν η στολή «τσιγγάνας» που δημιουργήθηκε κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα!
Μια νύχτα που λόγω κάποιας επίμονης ίωσης χρειάστηκε να νοσηλευτώ στο νοσοκομείο Παίδων, για προληπτικούς λόγους περισσότερο. Η μητέρα μου έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι -είχε την αδερφή μου μωρό τότε- κι εγώ έμεινα με τον πατέρα μου.
Το πρωί πήραμε εξιτήριο και επιστρέψαμε στο σπίτι. Εκεί, πάνω στο κρεβάτι μου, με περίμενε η καινούρια μου στολή, και η χαρά της έκπληξης έκανε την ανάμνηση του νοσοκομείου να πετάξει μακριά. Νομίζω ότι αυτό ήθελε να πετύχει η μαμά, και φυσικά το κατάφερε.
Κάποια στιγμή, χρειάστηκε κι εγώ ως μαμά να φτιάξω μέσα σε μια νύχτα, μια αυτοσχέδια στολή «Μαύρος Σπάϊντερμαν» για τον γιο μου, για να την φορέσει στο πάρτι του σχολείου. Η αδερφή μου τότε είχε πει:
«Πού την βρίσκεις την όρεξη, γιατί δεν παίρνεις μια έτοιμη στολή;»
Λίγα χρόνια μετά, όταν έγινε κι εκείνη μαμά το έκανε κι η ίδια για το δικό της παιδί καθώς η στολή που ήθελε ο μικρός δεν υπήρχε στο εμπόριο.
Πού την βρίσκαμε την όρεξη;
Μα στο μπαούλο της μητέρας μας φυσικά! Σε αυτό το μπαούλο που έχει εγκατασταθεί για τα καλά μέσα στην ψυχή μας και παράγει ανεξάντλητα, υφάσματα, απόκριες, αυτοσχέδιες μεταμφιέσεις, αναμνήσεις, ευχάριστα δημιουργικά ξενύχτια και αγάπη. Καλές απόκριες!
Βασιλική Ακαρέπη (Συγγραφέας)
Έρχονται οι Απόκριες, ημέρες χαράς, ξεφαντώματος και κεφιού. Οι δρόμοι θα γεμίσουν μασκαράδες με πολύχρωμες στολές, ξεπεταγμένους λες από παραμύθια και κόσμους μακρινούς. Μασκαράδες που ακροβατούν πάνω στο τεντωμένο σκηνή της ξεγνοιασιάς και της αθωότητας αυτού του κόσμου. Και όσο θα στριγκλίζουν οι καραμούζες και τα κομφετί θα ραίνουν την ατμόσφαιρα, εικόνες απ’ το παρελθόν θα βομβαρδίζουν πάλι το μυαλό μου, θυμίζοντας μου, τις όχι και τόσο μακρινές, άλλα αδιαμφισβήτητα διαφορετικές ημέρες των παιδικών μου χρόνων.
Τότε που οι απόκριες δεν ήταν απλά μια στολή, άλλα μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Τότε που ο ενθουσιασμός γι’ αυτές τις μαγικές ημέρες που προλόγιζαν την σαρακοστή, γίνονταν αιτία να βγουν στο φως ρούχα και καπέλα, λογής - λογής υφάσματα, πουκάμισα & μαντήλια που οι γιαγιάδες είχαν καταχωνιασμένα στο μπαούλο. Και είχε μεγάλη αξία αυτό το σεντούκι.
Και όταν άνοιγε ήταν γεμάτο μυρωδιές που ανεξίτηλα σημάδευαν το μυαλό και την ψυχή. Και όταν τα ρούχα θα μοιράζονταν, τίμια και ισότιμα σε όλα τα εγγόνια, μετά θα τρέχαμε στην κουζίνα, για να διεκδικήσουμε ο καθένας το μερίδιο του στο άλεσμα του ρυζιού. Πόσο δύσκολα γύριζε το χερούλι αυτής της μπρούτζινης μηχανής, του μύλου, που άφηνε τον κριτσανιστό ήχο από το σπάσιμο του ρυζιού, να μας ανταμείψει για τον μεγάλο μας κόπο. Άλλωστε απόκριες χωρίς ρυζόγαλο δεν γίνονταν να ‘ρθουν.
Πιατέλες ρυζόγαλου στολισμένες με όμορφα σχέδια από κανέλα, λουλούδια και γιρλάντες που αποτυπώνονταν από τα χαρτιά που μέρες σχεδιάζονταν και κόβονταν με τα μικρά ψαλιδάκια του κεντήματος. Ζωγραφιές που σαν είχες βάλει και εσύ το χεράκι σου να δημιουργηθούν, δίσταζες να τις χαλάσεις, όσο και αν λαχταρούσες να φας μια μπουκιά από το όμορφο γλυκό.
Και ύστερα οι δρόμοι γέμιζαν γέλια και φωνές. Μασκαράδες που γύριζαν σε κάθε σπίτι, κρατώντας λες και από ευθύνη, πάση θυσία το εύθυμο κλίμα των ημερών. Και οι νοικοκυρές έτοιμες στην πόρτα να τους υποδεχτούν με κεράσματα και γλυκά. Γιατί οι αλάνες ήταν γεμάτες παιδιά και τα σπίτια ήταν ακόμα ανοιχτά. Και οι δρόμοι γέμιζαν φως και τραγούδι και σερπαντίνες που κατά το πέταγμα τους, έπαιρναν και τα όνειρα μας και τα στροβίλιζαν στον αέρα.
Όμως μόνο ο χαρταετός μπορούσε να τα πάρει μακριά. Γι’ αυτό και η κατασκευή του απαιτούσε ιδιαίτερη μαστοριά. Το ζύγισμα και η ουρά του έπρεπε να ξεγελούν τον αέρα, που πάντα εκείνες τις ημέρες φούσκωνε, λες και έβαζε στοίχημα με τον ουρανό, να του χαρίσει όσους περισσότερους μπορούσε.
Και δεν σε ένοιαζε να σε κερδίσει στο τέλος της ημέρας, γιατί τον επόμενο χρόνο θα είχες ξανά την ευκαιρία να ζωγραφίσεις έναν καινούριο.
Μπορεί οι καιροί να έχουν αλλάξει, το σεντούκι της γιαγιάς να είναι σφαλιστό και ο μπρούτζινος μύλος να σκονίζεται σ’ ένα κλειστό ντουλάπι. Μπορεί τα χρόνια της αθωότητας να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και ο χαρταετός να μην είναι ζωγραφισμένος πια με κόκκινη ξυλομπογιά. Όμως ο αέρας παραμένει πάντα ο ίδιος. Κάθε καθαρά Δευτέρα θα φουσκώσει σαν τρελός, έτοιμος ν’ αρπάξει όσα περισσότερα όνειρα μπορεί. Καλές Απόκριες
Ψαραδέλλη Αλεξάνδρα (Συγγραφέας)
Από τις Απόκριες των παιδικών μου χρόνων έχω πολλές αναμνήσεις, καθώς ως παιδί, ανυπομονούσα να έρθει η μέρα της Κυριακής των Απόκρεων, ιδίως η βραδιά, για να μεταμφιεστώ σε κάποια ηρωίδα των αγαπημένων μου παραμυθιών ή ότι ήταν της μόδας της εκάστοτε χρονιάς.
Θυμάμαι ότι πριν «μερικά χρόνια», είχα ντυθεί πριγκίπισσα, Σπανιόλα, κοκκινοσκουφίτσα, γατούλα κλπ.
Δεν έχω ξεχωρίσει κάποια μεταμφίεση ως η αγαπημένη μου. Αγαπημένες είναι οι αναμνήσεις των στιγμών που έζησα και έχω πάρα πολλές όπως τη διασκέδαση στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς μου, όπου μαζεύονταν όλοι/ες οι θείοι και θείες, τα ξαδέρφια μου κι άλλοι συγγενείς ή το παλαιό αγαπημένο έθιμο στις κοινότητες του νησιού μου, όπου μεγάλοι και μικροί, σε παρέες των 3-4 ατόμων πηγαίναμε σε διάφορα σπίτια ή έρχονται και οι ένοικοί τους έπρεπε να αναγνωρίσουν ποιοι είναι κάτω από τις μεταμφιέσεις.
Δήμητρα Κουρτελλή (Συγγραφέας)
Για τον aylogyros news Καλλιόπη Γραμμένου & Παύλος Ανδριάς