Το Σάββατο 8 Ιανουαρίου του 1938, στις 11.30 το πρωί, εγκαινιάστηκε το νέο καφεκοπτείο των αδελφών Λουμίδη στην οδό Σταδίου 42, δίπλα στην είσοδο της στοάς Νικολούδη. Καλεσμένη ήταν όλη η Αθήνα, αφού η πρόσκληση των εγκαινίων δημοσιευόταν τις προηγούμενες μέρες στις εφημερίδες.
Οι πελάτες μπορούσαν ν’ αγοράσουν γλυκά, φρεκοκαβουρδισμένο, μυρωδάτο καφέ ή να πιούν έναν καφέ στο πόδι. Για εκείνους που ήθελαν να απολαύσουν τον καφέ τους καθιστοί, υπήρχαν τραπεζάκια στο πατάρι.
Για να εξυπηρετεί τους φίλους του θεάτρου και του κινηματογράφου (η Σταδίου, άλλωστε, ήταν ο δρόμος των κινηματογράφων), που ευχαρίστως θα τελείωναν τη βραδιά τους πίνοντας τον καινούργιο, δυνατό καφέ, τον εσπρέσο, το κατάστημα έμενε ανοιχτό μέχρι τις δύο το πρωί.
Το πατάρι του Λουμίδη γρήγορα έγινε στέκι. Όπως είπε ο Μάνος Χατζιδάκις, δεν ήταν ένα φιλολογικό καφενείο με την παλιά έννοια του όρου. Ήταν ένας χώρος που άρεσε στους φίλους να συναντιούνται και συγχρόνως όλοι τους αγαπούσαν τον καφέ. «Πρωταρχικά ο καφές δημιουργούσε τον χώρο και ο χώρος δημιουργούσε τη σχέση».
Μεγάλα ονόματα και δημιουργοί με λαμπρό έργο, άλλοι πιο συχνά και άλλοι αραιότερα απολάμβαναν καφέ και συζήτηση. Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Κάρολος Κουν, Αλέξης Σολομός, Ελένη Βακαλό, Ανδρέας Εμπειρίκος, Μιχάλης Κατσαρός, Νίκος Καρούζος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Κώστας Βάρναλης, Μάρκος Αυγέρης, Γιώργος Σεφέρης, Μίλτος Σαχτούρης, Νάνος Βαλαωρίτης, Τάκης Σινόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης…
Εκεί, με συντροφιά το άρωμα και τη γεύση του καφέ, δημιουργήθηκαν φιλίες και ξεπήδησαν ιδέες που οδήγησαν σε γόνιμες συνεργασίες.
Η γνωριμία του Μάνου Χατζιδάκι με τον Οδυσσέα Ελύτη έγινε, ύστερα από πρόσκληση του Νάνου Βαλαωρίτη, στο πατάρι του Λουμίδη.
Στο πατάρι του Λουμίδη μας διάβασε ο Γκάτσος τον «Ματωμένο Γάμο», την περίφημη μετάφρασή του, πριν ανεβεί στο Θέατρο Τέχνης. Εκεί σχεδόν την πρωτάκουσε ο Κουν και αποφάσισε να τη συμπεριλάβει στο ρεπερτόριο. Εκεί σχεδίασα για πρώτη φορά τη μουσική του Ματωμένου Γάμου και ο Ελύτης το ’παιρνε και το κορόιδευε κάθε μέρα. Φοβάμαι ότι η σημαντικότητα αυτών των στιγμών δεν είναι άσχετη από τη σημασία που απέκτησαν μερικά πρόσωπα εκ των υστέρων. Νομίζω ότι έχει και μια γοητεία, προσωπική για τον καθέναν, διότι ήμασταν και νεότεροι, δηλαδή ολιγότερο υπεύθυνοι.
Μάνος Χατζιδάκις
Και βέβαια δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πήγαιναν γοητευμένοι από τον θρύλο του μαγαζιού ή για να δουν από κοντά τις προσωπικότητες που θαύμαζαν.
Πριν περάσει χρόνος, το πατάρι του Λουμίδη άρχισε να βουίζει από ένα παρδαλό μελίσσι ποιητές χλωμούς και κοπέλες ξέμαλλες που απελπίζανε τα γκαρσόνια κι εκτοπίζανε σιγά σιγά τους μαυραγορίτες κατά το κλιμακοστάσιο. Άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, εκείνοι που έχουνε σήμερα ένα όνομα, και οι άλλοι, που οι βιοτικές συνθήκες παρασύρανε μακριά, έκαναν τη θητεία τους σ’ αυτή την ανεπίσημη σχολή, εκεί γύρω στις μεσημεριάτικες ώρες, ανάμεσα έντεκα και τρεις.
Οδυσσέας Ελύτης, «Το χρονικό μιας δεκαετίας»
Άκμασε στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου και υπήρξε ένα είδος ουδέτερης «Ελβετίας» σε εκείνη την εποχή όπου αλληλοσκοτωνόμαστε οι Έλληνες, έγραψε ο Τάσος Βουρνάς. Εκεί μπορούσες να πεις ό,τι ήθελες, χωρίς να σε καταδώσει ο διπλανός σου. Γιατί παρ’ όλες τις ιδεολογικές αντιθέσεις, οι άνθρωποι που σύχναζαν εκεί είχαν γίνει φίλοι μεταξύ τους και εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλον.
Στον καιρό της Κατοχής, όπως λέει ο Ελύτης, σύχναζαν μαυραγορίτες. Στα χρόνια του Εμφύλιου και στα επόμενα δύσκολα χρόνια, που η Ασφάλεια συλλάμβανε με το παραμικρό τους κομουνιστές και τους κατηγορούσε για κατασκοπεία και προδοσία, είχε εγκαταστήσει σ’ ένα γωνιακό τραπέζι δύο χαφιέδες της, που έλεγχαν τα πάντα. Ο διευθυντής της αστυνομίας Κροντήρης, που είχε ενεργή ανάμειξη στην υπόθεση Μπελογιάννη, είχε βαφτίσει την παρέα των αριστερών του παταριού «ΣοσιαλΛουμίδηδες», όνομα που υπήρχε και στους φακέλους τους και τους χαρακτήριζε ακίνδυνους. Κάποιοι όμως από αυτούς, μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν στον Άι-Στρατη.
[…] το μυστικό της επιτυχίας του μαγαζιού. «Σερβίρισμα στο πόδι». Όλοι οι περαστικοί από την οδόν Σταδίου μπαίνουνε «για μια στιγμή», για ένα φρεσκάρισμα της γεύσεως. Τώρα αν μένουνε δυόμιση ώρες όρθιοι σαν τους πελαργούς και φλυαρούνε σαν τα φλαμίνγκο στις όχθες κάποιας λίμνης, αυτή είναι μια άλλη υπόθεσις.
Νίκος Τσιφόρος, «Η τέχνη ψηλά στο πατάρι»
Ο Λουμίδης βρισκόταν δεξιά στην είσοδο της Στοάς Νικολούδη. Αριστερά, στο νούμερο 38, βρισκόταν ένα άλλο ιστορικό κατάστημα, το Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 το πατάρι του Λουμίδη είχε διαγράψει τον κύκλο του και οι θαμώνες του αραίωσαν. Βρέθηκαν καινούργια στέκια, χωρίς όμως κανένα να συγκεντρώσει όλον τον κόσμο του παταριού. Το Μπραζίλιαν στη Βουκουρεστίου ήταν ένα απ’ αυτά. Έφτιαχνε πολύ καλό καφέ και συμπτωματικά γειτόνευε κι αυτό με βιβλιοπωλείο, τον «Πυρσό».
Το πατάρι του Λουμίδη ξεκίνησε σε καιρό δικτατορίας –του Μεταξά– και τελείωσε πάλι σε καιρό δικτατορίας –των συνταγματαρχών. Με την ανακατασκευή της στοάς Νικολούδη κατεδαφίστηκαν τα δύο καταστήματα. Αυτό έγινε επί χούντας, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70. Ο Λουμίδης έκλεισε και το πατάρι του χάθηκε οριστικά. Το Βιβλιοπωλείον της Εστίας μεταφέρθηκε στη Σόλωνος.
- Η μαρτυρία του Μάνου Χατζιδάκι είναι από την εκπομπή «Νυχτερινός Επισκέπτης» του Άρη Σκιαδόπουλου, με θέμα τα φιλολογικά καφενεία, απ’ όπου άντλησα και άλλες πληροφορίες.
- Τα αποσπάσματα του Οδυσσέα Ελύτη και του Νίκου Τσιφόρου είναι από το βιβλίο «Αθήνα, ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία»
- Αποσπάσματα από το άρθρο του Τάσου Βουρνά, που δημοσιεύτηκε το 1974 στην Αυγή, βρήκα στο άρθρο «ΣοσιαλΛουμίδηδες» του Θανάση Κάππου.