Το τραπέζι τους ήταν στην άκρη του μαγαζιού, πιασμένοι...
χέρι- χέρι κοιτούσαν την θάλασσα. Τα φώτα έπαιζαν με την θάλασσα και τα χρώματα της μάγευαν τα βλέμματα.Έφαγαν το ζεστό πιάτο που τους πρόσφερε ο γέροντας της ταβέρνας και έπειτα ευχαριστημένοι πια αγκαλιαστήκαν. Η αγκαλιά του Πιέρου ήταν τόσο ζεστή και ο χτύπος της καρδιάς του καθώς και η μυρωδιά του της ήταν τόσο γνώριμα της Στέφης. Ένιωθε ότι αυτόν τον άντρα τον γνώριζε χρόνια. Μια περίεργη αγαλλίαση είχε περικυκλώσει την ψυχή της καθώς οι άσχημες αναμνήσεις των περασμένων ημέρων είχαν πια αρχίσει να σβήνουν.
«Την γιαγιά σου την γνώριζα και εγώ ξέρεις».
«Αλήθεια μου λες; Δεν την έβλεπα συχνά, μικρή ήμουν συνεχώς μαζί της, μετά όμως από εκείνο το συμβάν με την βάρκα ο πατέρας μου δεν ερχόταν και τόσο συχνά».
«Ο μπαρμπα Λάμπρος λέει ότι της μοιάζεις. Εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω, εκείνος θα την γνώριζε νέα και την έχει σαν εικόνα στην μνήμη του».
«Δεν ξέρω αν της μοιάζω, αλήθεια την αγαπούσα αλλά εγώ την γνώρισα γερασμένη, το περίεργο είναι ότι δεν έχω ούτε μια φωτογραφία της σαν νέα».
«Δεν ήταν από εδώ η γιαγιά σου, ήταν νύφη εδώ, δεν το ήξερες;»
«Όχι δεν μου το είχε αναφέρει αυτό κανένας».
«Ο πατέρας σου ζει; Συγνώμη που ρωτάω…»
«Όχι, έχει φύγει χρόνια τώρα. Μόλις τελείωσα το Λύκειο…»
«Συγνώμη…»
«Όχι δεν υπάρχει πρόβλημα. Άλλωστε, τα άτομα που αγαπάς δεν φεύγουν ποτέ από κοντά σου…»
«Δηλαδή, θες να μου πεις ότι εσύ δεν θα φύγεις ποτέ από κοντά μου;»
Η Στέφη κατάπιε την γλώσσα της. Μα τι της έλεγε; Πότε πρόλαβε να την αγαπήσει; Της φάνηκε περίεργο που ξεστόμισε τέτοια κουβέντα.
«Μα δεν είναι πολύ νωρίς να κάνουμε τέτοια κουβέντα;»
«Όχι Στεφανία μου δεν είναι…»
«Μα γνωριζόμαστε ώρες Πιέρο μου, πως γίνεται να λες κάτι τέτοιο , τόσο σοβαρό;»
«Θα σου το αποδείξω σύντομα κόλας… Δεν λέω ποτέ λόγια που δεν πιστεύω…»
Της συγγραφέως Κατερίνας Κονίτσα Σωπύλη