Σάββατο απογευματάκι...
Πρωτοβρόχια...Ανοίγω το παράθυρο και μου έρχονται έντονες μυρωδιές βρεγμένου χώματος, γρασιδιού και η μυρωδιά της πισίνας απ’ τη δίπλα πολυκατοικία...
Θεέ μου, πόσες αναμνήσεις με φέρνουν πίσω...
Δεκαπέντε χρονών, ίδια εποχή, ανασαίνω τις μυρωδιές μετά τη βροχή, χωρίς την πισίνα, και ξάφνου στην απέναντι ταράτσα, μέσα από την ομίχλη της βροχής, τι οίστρος Θεέ μου, ξεπροβάλει ένας Ολύμπιος...
Τι πλάτες, τι κοιλιακοί, τι χαμόγελο... σε μένα χαμογελάει με αυτό το φωτεινό αινιγματικό βλέμμα... χαζεύω, τα χάνω!
Ο υπέροχος νεαρός απέναντι με χαίρεται και ρωτάει το όνομα μου...
«Εμένα με λένε Γιώργο, εσένα?»
«Ευτυχία», του απατάω σαν χαζή... Αυτό τώρα που το σκέπτομαι, είναι σίγουρο. Μην γελάτε και ενώ συνεχίζει τη δουλειά του, με κοιτάζει συνέχεια...
Τρεις μέρες κράτησε αυτό, με έντονες ματιές, γελάκια και πειράγματα...
«Πάμε για καφέ?» μου είπε και εγώ... τι έκανα εγώ λέτε;
«Όχι δεν μπορώ, δεν με αφήνει ο μπαμπάς μου.» Το μαμμόθρεφτο, λες και το’ χα πει και στο μπαμπά μου....
Τι να πεις... καλέ χάνομαι πέφτω… πέφτωωω, έπεσα η τρελή.
Αλήθεια, γιατί τρέμω ολόκληρη σε αυτή τη θύμηση; Μοναξιά; Ανασφάλεια; Το ότι δεν είμαι πια δεκαπέντε; Τι να πω…