Η Αργυρώ Μαργαρίτη, γράφει στη γραφομηχανή του aylogyros news για το βιβλίο της «Η ράφτρα»
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο, αλλά και πόσο ήσασταν έτοιμη ψυχικά να πορευτείτε με τις ζωές των ηρώων σας;
Οι ήρωες ενός μυθιστορήματος μας συναντούν όταν ξέρουν πως είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε την ιστορία τους. Βέβαια, υπήρχε η αιτία. Το 2004 έκανα ένα ντοκυμαντέρ (σενάριο και έρευνα)για την Παλιά Πόλη της Ξάνθης και γοητεύτηκα από τα υπέροχα αρχοντικά των καπνεμπόρων και από τη μαγική δουλειά που έκαναν οι φημισμένες μοδίστρες! Ίσως τότε να με διάλεξαν η Κεραστώ και ο Μήτσος για να γράψω το παραμύθι τους!
Ο κάθε ήρωας του βιβλίου σας, έχει κάτι το «ξεχωριστό» ακολουθώντας τη δική του διαδρομή! Η συγγραφέας τι θέση έχει μέσα σ’ αυτή την διαδρομή;
Ο κάθε ήρωας διαδραματίζει τον δικό του ξεχωριστό ρόλο στην εξέλιξη της μυθιστορίας. Όπως όταν φτιάχνουμε ένα γλυκό, το κάθε υλικό που βάζουμε μέσα προσδίδει μυρωδιά, γεύση, μοναδικότητα. Οι ήρωες δεν υπάρχουν απλά για να γεμίζουμε σελίδες. Ο τρόπος που σκέφτονται, τα έργα, οι πράξεις τους διαμορφώνουν την εξέλιξη, σπέρνουν εμπόδια, τείνουν χέρι βοήθειας, γκρεμίζουν ή χτίζουν γεφύρια. Ο συγγραφέας, αν έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, απλά παρακολουθεί και καταγράφει.
Άραγε τι κρύβει μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου η «ράφτρα», η Κεραστώ;
Η Κεραστώ είναι ένα πλάσμα ιδιαίτερο. Μεγαλώνει μέσα σε ένα μισογκρεμισμένο μοναστήρι σε ένα φαράγγι, στη Ροδόπη. Μαθαίνει να ράβει για να διασώσει την κεντημένη της ταυτότητα. Αγρίμι, καβγατζού, ανεξάρτητη, αναγκάζεται να ξυρίσει το κεφάλι της, να παραστήσει το αγόρι. Και όταν τη βρίσκει ο έρωτας, δεν έχει γυναικεία θέλγητρα να τον μαγέψει.
Πόσο εύκολο ήταν να «παντρέψετε» την Ιστορία, με τον πολιτισμό και τα ήθη της εποχής, σε ένα πόνημα που όπως πολύ σωστά αναφέρετε στο οπισθόφυλλο, θα μπορούσε να ήταν ένα ανατρεπτικό παραμύθι;
Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στη συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος. Δεν ήθελα να αντιγράψω κεφάλαια της Ιστορίας, γι’ αυτό και προσπάθησα να μπω στη ζωγραφιά εκείνης της εποχής, της Θράκης του 1900, διαβάζοντας παραμύθια που λέγανε τότε οι γιαγιάδες, ψάχνοντας λαογραφικά στοιχεία, γυρεύοντας παραδοσιακές συνταγές, ακούγοντας τραγούδια. Δεκάδες άνθρωποι με βοήθησαν: Ιερείς, καθηγητές παν/ων, ερευνητές, συλλέκτες, νοικοκυρές που ρωτούσαν τις γιαγιάδες. Η διαδρομή ήταν τόσο μαγική και το παραμύθι γέμισε δράκους και νεράιδες.
Πόση δύναμη μπορεί να έχει ένα βελόνι, όταν κεντά… τη ζωή των ανθρώπων; Το χέρι που το κατευθύνει έχει μερίδιο ευθύνης πάνω σ’ αυτό;
Εννοείται!!! «Δέκα μέτρα, μία κόψε», έλεγαν οι μοδίστρες. Αν πατήσεις λάθος ψαλιδιά, πάνε όλα στράφι. Αν πατήσεις λάθος βελονιές δεν ξέρεις πόσο εύκολο είναι να ξηλώσεις, να ράψεις πάλι από την αρχή.
Ο όρος «πλοκή» της υπόθεσης, ήρθε ως φυσικό ακόλουθο της ιστορίας ή η ιστορία δημιούργησε την πλοκή;
Αμφίδρομη σχέση! Όταν γράφω, λειτουργώ σαν αναγνώστρια. Επειδή μου αρέσει να διαβάζω μυθιστορήματα ανατρεπτικά, να ξαφνιάζομαι στο γύρισμα κάθε σελίδας, αυτό κάνω και γράφοντας. Και μάλιστα, επειδή παρασύρομαι, όταν τελειώνω ένα κεφάλαιο, το διαβάζω με αγωνία (!!!). Αλλά εκμεταλλεύομαι τα ιστορικά γεγονότα, με βοηθούν να δώσω ένταση, χρώμα, ουσία στην υπόθεση.
Πώς αισθανθήκατε όταν ολοκληρώσατε αυτό το λογοτεχνικό «κέντημα» και ποιο συναίσθημα άγγιξε πρώτο την ψυχή σας;
Δεν ξέρω να απαντήσω σ’ αυτό… Τρία χρόνια η Κεραστώ ήταν δίπλα μου. Την έβλεπα να μαθαίνει να ράβει, να τρυπά τα δαχτυλάκια της, να ερωτεύεται παθιασμένα τον καπνέμπορο που είτε θα βρισκόταν στα καπνοχώραφα, είτε θα κρυβόταν με τους αντάρτες στα βουνά, είτε θα γλεντούσε έτσι όπως έκαναν οι άντρες εκείνης της εποχής. Μου έμαθε η μικρή μου Ράφτρα ότι το ρούχο είναι ρόλος, με πήρε μαζί της στη σπηλιά, λουστήκαμε στους παγωμένους ντερέδες του βουνού, στήσαμε πάγκο στα παζάρια, να πουλάμε γιλεκάκια και ποδιές. Και κάποια μέρα, φόρεσε εκείνο το φουστάνι με τον λεκέ κάτω από της νταντέλες κι έφυγε… Δεν ξέρω πώς νιώθω…
Παύλος Ανδριάς
Δημοσιογράφος – Συγγραφέας