Εμείς διαβάζουμε, γράφουμε την κριτική μας, αλλά και ρωτάμε τον «δημιουργό», για να μας αποκαλύψεις τις κρυφές πτυχές του έργου του…
ΚΡΙΤΙΚΗ: Ένα μοναδικό ταξίδι στο χθες, μας προσφέρει ο Γιάννης Ζιώτης μέσα από αυτό του το βιβλίο, με τις εικόνες, τα συναισθήματα και την αλμύρα της θάλασσας να έχουν ποτίσει κάθε του αράδα, κάθε του σελίδα.
Η γραφή του μαγευτική και άκρως ποιητική, μας «ξυπνάει» και μας θυμίζει πως όλα σε τούτη τη ζωή, δεν είναι εξέλιξη… καθώς κάποιες «αποφάσεις» μας στερούν το δικαίωμα της έκφρασης της ελευθερίας των συναισθημάτων μας, μας στερούν καθετί που «μυρίζει» ζωή.
Ένα καΐκι λοιπόν, γίνεται η αφορμή να θυμηθούμε εικόνες του χθές, να αισθανθούμε τον πόνο της απώλειας και να αναζητήσουμε το σκοπό ύπαρξής μας, στο «νησί» της ζωής, όταν όλα γύρω μας «αποσύρονται»…
Διαβάστε το και αισθανθείτε τα όσα βιώνουν οι ήρωες μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, δίχως να ξεχάσετε πως είναι μαγικό να ζεις τη ζωή… δίχως εκπτώσεις και υποχωρήσεις.
Αλλά ας ακούσουμε τον ίδιο τι έχει να μας πει, γι’ αυτό του το νέο της συγγραφικό δημιούργημα…
Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Η απόγνωση που αντίκρυζα στα μάτια κάποιων ανθρώπων να εξελίσσεται και να τους καθηλώνει το βλέμμα προτού την πανδημία αλλά και μετά, κατά τη διάρκειά της. Η πανδημία νομίζω ήταν ορόσημο, το σημείο μηδέν για τη γενιά μας. Ωστόσο μάλλον εύκολα μπορούσαμε τα τελευταία χρόνια να προβλέψουμε τη ροή των πραγμάτων, εξαιτίας των συσσωρευμένων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, της απουσίας έμπνευσης, κοινωνικής δικαιοσύνης, δημιουργίας και κινήτρου, που μας είχαν κατακλύσει. Θεωρώ ότι επέλεξα σαφώς ένα μη δημοφιλές θέμα, με τεράστιες βέβαια προεκτάσεις για τον πολιτισμό μας, όπως είναι η καταστροφή των ξύλινων παραδοσιακών σκαφών, ο αφανισμός της ναυπηγικής τέχνης και ο αδιανόητος πόνος των καραβομαραγκών και των ψαράδων αυτής της χώρας. Πάσχισα να καταδείξω ότι σε ανύποπτο χρόνο διευρύνθηκαν κι άλλο οι ανισότητες και εντέλει με κάποιο τρόπο πρέπει να αφυπνιστούμε, να ξεφύγουμε από τη συνήθεια και τον ωχαδερφισμό που επιβάλλει η εποχή, για να μην χάσουμε στο τέλος τα πάντα. Και όταν λέω τα πάντα εννοώ αυτό που μας συμβαίνει ήδη τώρα. Φτάσαμε στο δυσμενέστερο σημείο... Καλούμαστε όλοι, με όσες δυνάμεις μας έχουν απομείνει, να επιλέξουμε ανάμεσα στο φως, την ψύξη και την θέρμανση ή στο ποιοτικό φαγητό μας. Καλούμαστε όλοι να επιλέξουμε την αλληλεγγύη απέναντι στο συνάνθρωπο που δοκιμάζεται, ή την ανέξοδη αλλά και αδιέξοδη ταυτόχρονα πορεία, υπηρετώντας για πολλοστή φορά την πάρτη και το εγώ μας...
Πόσο «πόνο» μπορεί να βγάλει ένας συγγραφέας πάνω στο χαρτί, όταν με αφορμή μια κοινοτική οδηγία έρχεται να «εξαφανίσει» μια τοπική κοινωνία και μια σειρά από παραδόσεις;
Πιστεύω πως κάθε συγγραφέας διατηρεί ανεξάντλητες "ενοχές" μέσα του. Θέλω να πω πως δεν πάει να κάνει το μπάνιο του με ηρεμία στην θάλασσα, αν πρώτα δεν βεβαιωθεί ότι ο κόσμος που "έπλασε" μέσα στο μυαλό του, αλλά και ο κόσμος που παρατηρεί γύρω του δεν είναι αρκετά τακτοποιημένος και ασφαλής. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί για το μέγεθος του πόνου, που μπορεί να προκύψει πάνω στο χαρτί. Ευτυχώς δεν υπάρχει θερμόμετρο να μετράει τις πληγές που αφήνει. Στη δική μου περίπτωση, είμαι σίγουρος, θα έσπαγε συνεχώς και θα με γέμιζε με βλαβερό υδράργυρο. Κοιτάξτε, οι κοινοτικές οδηγίες έχουν σίγουρα τη βαρύτητά τους. Υπάρχουν όμως και οι άλλες, η μη κοινοτικές, που τις επιβάλλει η ροή της καθημερινότητας, η δύναμη του χρήματος και αναντίρρητα δυσκολεύουν την επιβίωση και συνεπώς εγκυμονούν μέγιστους κινδύνους για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και αυτό αφορά το γενικό πληθυσμό. Από την άλλη δεν πιστεύω ότι "εξαφανίζονται" τοπικές κοινωνίες ή μια σειρά από παραδόσεις με λεκτικές αναφορές. Απλώς κάθε συγγραφέας τοποθετεί το έργο του κάπου και πονάει το ίδιο παντού.
Μιλήστε μας γι’ αυτή τη σκηνή, της συντριβής του καϊκιού με το όνομα «Άγιος Ραφαήλ» και τα όσα ακολούθησαν, αλλά και για την πρώτη σας «επαφή» με τον Θοδωρή. Τι σας έκανε να τον επιλέξετε ως κεντρικό ηρώα;
Η σκηνή αυτή νομίζω καθορίζει το βιβλίο μου. Με ανείπωτη θλίψη και συντριβή προσπάθησα να αποτυπώσω το μέγεθος της ολοκληρωτικής καταστροφής ενός καϊκιού, που διαβάζεται και ως σύγχρονη αλληγορία. Σε ένα πολύ σημαντικό βαθμό έμαθα και εγώ πως θα είναι οι «μπουλντόζες του μέλλοντος» και πως ενδεχομένως θα αποτραπεί η εκτεταμένη χρήση τους. Ο Θοδωρής, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, με έχει επιλέξει. Δεν τον επέλεξα εγώ. «Ήρθε» την κατάλληλη στιγμή στην ζωή μου να με επιβραβεύσει για τη συνέπεια και την ακεραιότητά μου. Ένας ιστοριοδίφης της περίφημης γενιάς του '30 συναντά έναν άνθρωπο γεννημένο το 1976, που παλεύει να αρθρώσει συγγραφικό λόγο και να μετρήσει με πράξεις το ανάστημά του στην κοινωνία.
Δύο κόσμοι συγκρούονται και δυο άνθρωποι καλούνται να ακροβατήσουν πάνω στις αναμνήσεις και τα θέλω τους, πάνω στις «στάχτες» και την ελπίδα. Ήταν εύκολη αυτή η διαδικασία;
Ήταν πολύ δύσκολο να διαχειριστώ μια αληθινή ιστορία που με ξεπερνούσε. Ο Θοδωρής και η Μυρτώ έκαναν ότι μπορούσαν για να διασφαλίσουν την «ειρήνη» μέσα τους, να καταλαγιάσουν τις αναμνήσεις, που ξεκάθαρα είχαν εμπεδώσει στο πέρασμα των χρόνων και να λειτουργήσουν κάτω από φοβερή πίεση. Οι στάχτες δεν εξαφανίζονται αν δεν τις αδειάσεις, ούτε η ελπίδα δημιουργείται αν δεν ταυτιστούν πολλές ελπίδες μαζί. Οι ήρωές μου πράγματι ακροβατούν συνεχώς. Θα έλεγα μάλιστα ότι έπεσα μαζί τους πολλές φορές πριν ξανασηκωθώ για να διατρανώσουμε μαζί το διακύβευμα, που είναι η ελπίδα.
Η Μυρτώ, θεωρείτε πως λειτουργεί ως ο «από μηχανής θεός», που θα δώσει λύση ή είναι η προσωποποίηση των «ενοχών» του χθες… που ζητούν απαντήσεις;
Η Μυρτώ αποτελεί ένα ακόμη ερωτηματικό σε αυτή την τόσο σπαρακτική ιστορία. Δεν έχει σίγουρα κακές προθέσεις και πασχίζει να σηματοδοτήσει κάτι ιδιαίτερο στη γενιά της. Ούτε εκείνη γνώριζε το συνολικό αποτύπωμα που επέλεξε εξαρχής να υπερασπιστεί, γι' αυτό αναγκάζεται να κάνει συνεχή σφάλματα. Και εντέλει μάλλον δεν συνειδητοποίησε ποτέ αν η επιδίωξή της ήταν να σώσει πρώτα τον εαυτό της ή τους άλλους μέσα από αυτή την τόσο επίπονη διαδικασία, που διάλεξε να βιώσει και να αναμετρηθεί.
Είναι τελικά οι επιλογές μας αυτές που καθορίζουν την πορεία της ζωής μας ή όλα είναι μια χαραγμένη πορεία, που καλούμαστε να την διαβούμε;
Κάποτε ενδεχομένως να γνώριζα, με σχετική ακρίβεια, να σας απαντήσω. Τώρα αδυνατώ πλέον. Δεν έμεινε όρθια καμία βεβαιότητα πια. Έχουν μαζευτεί δεκάδες αστάθμητοι παράγοντες που καθορίζουν με εκκωφαντικό τρόπο το παρακάτω στις ζωές μας. Κανείς δεν ξέρει τι έρχεται ή τουλάχιστον τι μας ετοιμάζουν. Στο εξής καθένας παλεύει με την τύχη του ή τη μοίρα του, αν προτιμάτε.
Τι θα λέγατε σ’ έναν αναγνώστη ώστε να τον προτρέψετε να διαβάσει αυτό σας το βιβλίο;
Ότι δεν έχω αλλάξει με τα χρόνια ούτε ως συγγραφέας, ούτε ως άνθρωπος και όταν πέφτω σηκώνομαι πάντοτε με τα δικά μου φτερά. Και τα "Σπασμένα Αποτυπώματα" αποτελούν εγγύηση σε ότι αφορά τον ισχυρισμό μου.
Παύλος Ανδριάς, για τον aylogyrosnews