Εμείς διαβάζουμε, γράφουμε την κριτική μας, αλλά και ρωτάμε τον δημιουργό για να μας αποκαλύψει τις κρυφές πτυχές του έργου του…
ΚΡΙΤΙΚΗ: Ένα βιβλίο που το χαρακτηρίζει ο άριστος χειρισμός της γλώσσας στη γραφή, η πλούσια αφηγηματική τέχνη στις περιγραφές και η αποκαλυπτική φωτογράφιση «δύσκολων» σκηνών, καταφέρνει να μας κερδίσει… προσφέροντάς μας ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό δημιούργημα.
Για ότι συμβαίνει μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, υπάρχει λόγος… καθώς οι αλήθειες δεν επιτρέπουν δικαιολογίες και ανούσιες δικαιολογίες, όταν θίγονται θέματα που έχουν άμεση σχέση με την ανθρώπινη ύπαρξη…
Ίσως από κάποιους θεωρηθεί καυστικό και άκρως ερεθιστικό, αν θελήσουν να το διαβάσουν φευγαλέα, δίχως να αισθανθούν στο «πετσί» τους τα όσα ο συγγραφέας μας περιγράφει ρεαλιστικά, τα όσα μας λέει περί σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, περί αιμομιξίας, αμβλώσεων και προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας.
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Alfred Johansson, κινείται σ’ έναν χώρο που μας προκαλεί να τον γνωρίσουμε, με τον συγγραφέα να αποφεύγει τις περιττές αναλύσεις και να στέκεται στην ουσία των πραγμάτων.
Όπως μας λέει ο συγγραφέας, η «Αγία Οικογένεια» περιστρέφεται επί της ουσίας, γύρω από την έννοια της ιδιωτικής και της δημόσιας ηθικής, με αποτέλεσμα το έργο ν’ αρχίζει και να ολοκληρώνεται μέσα σε ένα πλέγμα δομών του λόγου και του σώματος.
Διαβάστε το και απολαύστε τη «μαγεία» του αφηγηματικού λόγου και της ρεαλιστικής περιγραφής…
Αλλά ας ακούσουμε τον ίδιο τι έχει να μας πει, γι’ αυτό το συγγραφικό του δημιούργημα…
Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Εκκινώντας από τη νουβέλα «μποστάνι Δημοκρατίας» μέχρι το μυθιστόρημα «Οι μαστοί των Αθηνών», κεντρικός άξονας και μέλημα της σκέψης μου αποτέλεσε το ζήτημα της κατασκευής τού δημόσιου και ιδιωτικού Λόγου, καθώς και του ρόλου του ατόμου σε αυτόν. Και στα τρία βιβλία, προσθέτοντας την «Αγία Οικογένεια» σε όσα αναφέρθηκαν, η ιδιοκτησία ως έννοια και ως ηθική αρχή προσδιορισμού των ανθρωπίνων σχέσεων είναι πανταχού παρούσα. Όχι απλά ως νομική έκφραση της εξωτερικής πραγματικότητας οριοθέτησης των εξουσιαστικών δομών, αλλά ως ολικού ετεροπροσδιορισμού των κοινωνικών ρόλων και ιδιοτήτων. Με άλλα λόγια, μολονότι και στα τρία έργα ο χώρος και ο χρόνος εκτύλιξης της πλοκής διαφέρει, επομένως διαφέρει και η τεχνοτροπική μεθοδολογία αποτύπωσης των βαθύτερων στόχων και σκοπών, ωστόσο, διαπερνά και συνδέει ταυτόχρονα τα τρία βιβλία η κοινή θεματική της απουσίας υποκειμένου από την ιστορία. Ο άνθρωπος δεν υφίστανται ως προέκταση των συλλογικών λειτουργιών. Αντίθετα, περιορίζεται σε παθητική θέση αναπαραγωγής στη διαδικασία μεγέθυνσης των συνδέσεων ανάμεσα στην ιδιοκτησία, το πλέγμα οικονομικών σχέσεων παραγωγής και των ιδιοτήτων (βλ. σύμβολα, τελετές, γλώσσα επικοινωνίας - γραπτής και προφορικής, ομαδοποιήσεις, ομοιομορφία κτλ.) τα οποία το άτομο καλείται να συμβάλλει στον πολλαπλασιασμό. Οι ίδιες ακριβώς συνθήκες προσαρμοσμένες σε νέες μορφές, υπηρετώντας, ωστόσο, τις ίδιες ανάγκες της οικονομικής δομής των παραγωγικών σχέσεων, υπάρχουν και θα υπάρχουν καθ’ όλη τη διάρκεια της προϊστορίας. Το άτομο εισέρχεται σε αυτό το στάδιο ολικού ελέγχου και ασυνείδητα (κατεχόμενο από την ψευδαίσθηση της ελευθερίας βούλησης) συμμετέχει στην αναπαραγωγή ενός συστήματος υπονόμευσης.
Πόσο «δύσκολο» είναι να κάνετε περιγραφή σεξουαλικών σκηνών κακοποίησης, δίχως να «προκαλείτε»;
Εάν ο αναγνώστης προκληθεί από τη νατουραλιστική περιγραφή τής βίας και των μορφών που αυτή οικειοποιείται, τότε επρόκειτο είτε για βαθιά υποκριτή αναγνώστη, είτε για την εξαίρεση στον κανόνα ενός ανθρώπου με ισχυρή την ηθική διάσταση της υπόστασής του. Δεν θα προκληθεί από τη ρεαλιστική τεχνοτροπία των περιγραφικών σκηνών, ακριβώς επειδή η βία είναι ο θεμέλιος λίθος τού πολιτισμού και οι νομικές διαστάσεις αυτής αποκτούν μορφή μέσα από τις ιδιοκτησιακές σχέσεις εκμετάλλευσης και συνδιαλλαγής. Επομένως, η βία, όπως αυτή περιγράφεται εκτενώς στο έργο, δεν παρουσιάζεται ως κάτι εξωτερικό τής ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά ως συστατικό στοιχείο μίας κατασκευασμένης λειτουργίας και αντίληψης. Η σεξουαλική βία εμφανίζεται ως προέκταση των δομών λόγου και δη τού δημόσιου λόγου, του κυρίαρχου δηλαδή κάθε φορά αφηγήματος στον χώρο τής κοινωνικής αναπαραγωγής. Η δυσκολία δεν έγκειται στην περιγραφή, αλλά στη μετάδοση του νοήματος στον αναγνώστη ότι και ο ίδιος είναι συνένοχος όχι στη βία, αυτή καθαυτή, αλλά στην καθημερινή επανάληψη των αιτιακών σχέσεων που επιβάλλουν τη μεγέθυνση τής βίας και των δομών της. Είμαστε όλοι συμμέτοχοι σε ένα διαρκές διασταλτικό όριο ανάμεσα στην επιφάνεια της συνείδησης, που διαμορφώνεται από υλικά ερεθίσματα ολόπλευρης επαφής, και στην εσωτερίκευση των όρων τού λόγου που επιτρέπουν στο δρων υποκείμενο να επανέλθει στο δημόσιο χώρο επαναλαμβάνοντας τις ίδιες κινήσεις, ενέργειες και επιλογές με την ίδια μηχανική αντίληψη.
Είναι εύκολο το «θύμα» να αποβάλει από τη σκέψη κάθε μορφή βίας που έχει υποστεί;
Δεν είναι ζήτημα «ευκολίας», ούτε πρόθεσης. Τα άτομα στο κοινωνικό περιβάλλον κατασκευάζονται σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις ήδη από την πρώτη ανάσα τής γέννησης. Ενεργοποιούνται μηχανισμοί διαμόρφωσης της προσωπικότητας (όχι του χαρακτήρα), της προσωπικότητας ως μορφική επέκταση σε έναν χώρο ατομικής ευθύνης. Ο συγκεκριμένος χώρος, εκκινά από τον παιδικό σταθμό, τις οικογενειακές συναναστροφές (συγγενείς κ.α.), για να αποκτήσει επίσημη αρχή στις δημόσιες δομές αναπαραγωγής τού κυρίαρχου αφηγηματικού ιδεολογημάτος (εκκλησία, ΜΜΕ, σχολείο, πολιτιστικοί και αθλητικοί σύλλογοι κτλ). Κάθε στιγμή κατά την οποία το άτομο εκπαιδεύεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο στην εκμάθηση του συστήματος αξιών, την ίδια ακριβώς στιγμή το ίδιο αυτό υποκείμενο αποτυπώνει ενέργειες, στάσεις, θέσεις και πρότυπα, τα οποία θα αντιγράψει και θα εφαρμόσει στο διάβα τής ζωής του. Εάν δεν κακοποιήσουν άλλα παιδιά (εφόσον βίωσαν κακοποιητική συμπεριφορά) θα τη μορφοποιήσουν σε ετεροχρονισμένη μορφή βίας, η οποία δύναται να λάβει διάφορες μορφές. Ακόμα, εάν δεν εφαρμόσουν ίδιες μεθόδους εκμηδενισμού της προσωπικότητας των εκάστοτε τρίτων μελών της συλλογικής ζωής, είναι σε θέση να επιλέξουν επαγγελματικούς χώρους που όχι μόνο επιτρέπουν, αλλά και επιβάλλουν συμπεριφορές αυταρχικής διαχείρισης (βλ. στρατός, σώματα ασφαλείας). Εάν είχαμε τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε ψυχαναλυτική διαδικασία ολάκερη την κοινωνία, που σήμερα ξυπνά για να ολοκληρώσει την 24ωρη υποχρέωσή της σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας, θα διαπιστώναμε την τραγωδία που βιώνει ο πολιτισμός και ο άνθρωπος μέσα σε αυτόν. Μία τραγωδία η οποία αναπαράγεται ασύστολα και μεταδίδει τον φαύλο κύκλο της αυτοκαταστροφής από γενιά σε γενιά.
Τι είναι τελικά η «Άγια οικογένεια»;
Το μυθιστόρημα με τίτλο «Αγία Οικογένεια» περιστρέφεται γύρω από την πράξη τής παιδεραστίας. Μεταφερόμαστε στη Σουηδία τού 1970. Θύμα και θύτης συμπλέκονται με επίκεντρο την καθολική εκκλησία και μια κοινωνία η οποία κατασκευάζει ρόλους και πρότυπα στον δημόσιο χώρο/λόγο, υπονομεύοντας βάναυσα την υποκειμενική διάσταση της βούλησης. Ένας πρωταγωνιστής με τραυματικά βιώματα, σε έναν κύκλο προσώπων ανατροφοδότησης, ασκεί την ίδια σωματική και ψυχική βία τής οποίας υπήρξε δέκτης. Κάθε ενέργεια και σκέψη λαμβάνει χώρα υπό τον μανδύα τής ιδιωτικής ηθικής, ως άμεση συνέπεια των συλλογικών περιορισμών. Το άτομο συνθλίβεται υπό το βάρος τής ευθύνης. Το παρελθόν ετεροπροσδιορίζει το εκάστοτε παρόν, στο οποίο ο πρωταγωνιστής αναζητά λύση διεξόδου. Η απώλεια της προσωπικότητας, ως αυτόνομο πεδίο αναφοράς, ολισθαίνει στην αναπαραγωγή των ίδιων εμπειριών υπό την ιεραρχική θέση εξουσίας, την οποία ο κοινωνικός ρόλος υπαγορεύει. Ο Alfred Johansson, παιδίατρος, αναγνωρισμένος για τα αποτελέσματα της τελευταίας επιστημονικής έρευνας, καλείται να παρέμβει στον δημόσιο λόγο και να στρατευτεί με ιδεολογικούς πυλώνες τής σουηδικής πραγματικότητας, σε νομοθέτημα του κόμματος των Χριστιανοκοινωνιστών, που επιβάλλει τον έλεγχο και τον περιορισμό των αμβλώσεων. Μέσα απ’ το ξεδίπλωμα της προσωπικής του ιστορίας, τα τραύματα του παρελθόντος τον εξωθούν στην αυτοκριτική και την αναζήτηση της αληθινής του ταυτότητας. Βυθισμένος σε ένα πλέγμα διανοητικού, ψυχικού και συναισθηματικού ευνουχισμού, ήδη από τα χρόνια κατά τα οποία υπήρξε οικότροφος σε καθολικό σχολείο, μένει μετέωρος ανάμεσα στην αλήθεια και την ψευδαίσθηση. Αγγίζει τα όρια της ηθικής και καταλήγει να αναπαράγει τις ίδιες μορφές βίας και εξουσιαστικής επιβολής. Η «Αγία Οικογένεια» περιστρέφεται, επί της ουσίας, γύρω από την έννοια της ιδιωτικής και της δημόσιας ηθικής. Το άτομο δεν αντανακλά το περιεχόμενο των δύο επιπέδων διαμόρφωσης του υποκειμενικού και του συλλογικού λόγου. Με άλλα λόγια, ολόκληρο το έργο αρχίζει και ολοκληρώνεται μέσα σε ένα πλέγμα δομών του λόγου και του σώματος. Η θρησκευτική εξουσία, τόσο ως θεσμικός φορέας ιδεολογίας, εντός της σουηδικής κοινωνίας, όσο και ως ερμηνευτική προσέγγιση του δόγματος, αποτελεί μία εκ των πλευρών αυτής της «αλήθειας» των πραγμάτων. Η εκάστοτε «αλήθεια» στο συλλογικό ασυνείδητο εκπροσωπείται από μορφές έκφρασης και ειδολογικής αναφοράς δίχως να υπεισέρχεται σε μία μονοδιάστατη σχέση εξουσίας με ιεραρχικά προσδιορισμένες ταυτότητες. Δηλαδή, δεν επρόκειτο για μία καθετοποιημένη σχέση θύτη-θύματος, αλλά για μία ολοκληρωτική σύνδεση των ατόμων στην ίδια νόρμα αναπαραγωγής των συνθηκών παραβίασης των όρων ηθικής διαπαιδαγώγησης. Υπεύθυνοι για την εξέλιξη πορείας των γεγονότων είναι συνολικά οι πρωταγωνιστές, ανεξαρτήτου κοινωνικής αφετηρίας. Όλοι συμβάλλουν στη δομική αναπαράσταση του συστήματος αξιών, στο πλαίσιο του οποίου συμπεριλαμβάνεται η έννοια του εγκλήματος ως παρέκκλιση.
Είναι οι επιλογές μας αυτές που καθορίζουν την πορεία της ζωής μας ή είμαστε μερικές φορές «αναγκασμένοι» λόγω συνθηκών, ν’ ακολουθήσουμε τη ροή των γεγονότων;
Επί της ουσίας, ο πρωταγωνιστής τού έργου αποτελεί απλό γρανάζι σε έναν τεχνητό μηχανισμό αναπαραγωγής των οικονομικών δομών του κοινωνικού συνόλου, και κατ’ επέκταση των σχέσεων ιδιοκτησίας που το θεσμικό πλαίσιο καλείται να υπηρετήσει. Δεν γνωρίζει ατομικότητα, παρά μόνο κοινωνικούς ρόλους και ιδιότητες στις οποίες αντικρίζει πτυχές τής εξωτερικής πραγματικότητας. Ο ίδιος, όπως και κάθε ανθρώπινη παρουσία, δεν υφίστανται. Αναγνωρίζονται μονάχα μέσα από τη θέση τους στη συλλογική ιεραρχία αντανακλώντας τις ανάγκες των ρόλων και των συμβόλων προς επιβεβαίωση των μορφών εξουσίας που προηγήθηκαν και όλων όσων έπονται. Με άλλα λόγια, η καθολική εκκλησία εκπροσωπεί την πνευματική και συνάμα υλική σχέση δημόσιου και ιδιωτικού ελεγχόμενου Λόγου, ενώ το θεσμικό-νομικό πλαίσιο της κοινωνίας καλύπτει με όρους και προϋποθέσεις το περιεχόμενο των σχέσεων μεταξύ οικονομικών δομών και μονάδων αναπαραγωγής τους. Δεν υπάρχει δρών υποκείμενο. Δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία. Η παθολογία των κοινωνικών φαινομένων είναι απόρροια ενός τριπτύχου το οποίο αποτελείται από την ιδιοκτησία/οικονομικές σχέσεις παραγωγής-το συμβολικό/θεσμικό/τελετουργικό συλλογικό που ορίζει το ασυνείδητο των μαζών- την αναγκαιότητα. Η τελευταία προσδιορίζει το ζήτημα της ταυτότητας των ρόλων και των ιδιοτήτων τα οποία η ατομικότητα καλείται να υιοθετήσει ως αναπόσπαστο κομμάτι της πραγματικότητας. Η παιδεραστία υπήρχε και θα υπάρχει και πριν τον Alfred Johansson και μετά τον Alfred Johansson, όχι επειδή γεννιέται άρρωστος ψυχικά, νοητικά και συναισθηματικά το ανθρώπινο υποκείμενο, αλλά επειδή η κοινωνία αισθητικά, ιδεολογικά και πραγματολογικά έχει ανάγκη, προκειμένου να νομιμοποιήσει το αναπόφευκτο της καταπίεσης που συνεπάγεται η μεγέθυνση των σχέσεων ιδιοκτησίας, να κατασκευάζει διαρκώς πεδία ανωμαλίας στα οποία θα στρέφει τον καταγγελτικό της λόγο, ώστε να νομιμοποιείται η εκάστοτε «ορθότητα» των σχέσεων οικονομικής επιφάνειας. Η ιδιοκτησία ήδη από τις πρωτόγονες κοινωνίες, στην αφαιρετική της οπτική, υπήρξε αιτία καταδυνάστευσης του ανθρωπίνου είδους. Ο κύκλος τής κοινωνικής παθολογίας θα ολοκληρωθεί και θα περάσει στο χρονοντούλαπο της προ-ιστορίας (ώστε να εισέλθουμε σε αυτό της ιστορίας) μόνο στην περίπτωση κατά την οποία καταργηθεί οριστικά η έννοια και η υπόσταση των όρων γέννησης της ιδιοκτησίας, και αυτή η οπτική δεν αφορά μόνο το νομικό σκέλος, αλλά και το αισθητικό και το ιδεολογικό. Ο άνθρωπος από την πρώτη ημέρα της γέννησής του εκπαιδεύεται να επιζητά την επιβεβαίωση της ατομικότητας μέσα από την ιδέα τής υλικής-συναισθηματικής-νοητικής-ψυχικής κατοχής. Βιώνει αφόρητο πόνο στην ιδέα και μόνο της έλλειψης ιδιοκτησιακών αναγνωρίσεων
Τι θα λέγατε σ’ έναν αναγνώστη ώστε να τον προτρέψετε να διαβάσει αυτό σας το βιβλίο;
Ο αναγνώστης θα βιώσει μία εσωτερικευμένη μορφή αβυσσαλέας σύγκρουσης. Θα κληθεί να αναμετρηθεί με τις ιδιότητες, τις ηθικές νόρμες, τις συγκλήσεις και τις αποκλίσεις του κοινωνικού συνόλου στη δική του καθημερινότητα. Είναι έργο βαθιά ψυχαναλυτικό, με έντονες τις ψυχογραφικές περιγραφές τής κεκαλυμμένης βίας των δομών εξουσίας. Αυτές ακριβώς θα ανακαλύψει με τρόπο εκκωφαντικά ρεαλιστικό και άμεσο. Οι σκηνές τής καθημερινής αποκτήνωσης δεν αφορούν μία συγκεκριμένη πράξη με τελικό σκοπό την πρόκληση του αναγνώστη. Αντίθετα, στοχεύουν στην εμβάθυνση των αιτιών που οδηγούν σε μία ενέργεια και, παράλληλα, αναδεικνύουν το κοινωνικό υπόβαθρο του αποτελέσματος. Επρόκειτο για σύμπλεγμα διαφορετικών αιτιακών αναφορών οι οποίες, ωστόσο, εδράζονται στις δομές οικονομικού χαρακτήρα της συγκεκριμένης στάθμης εξέλιξης. Είναι οι τελευταίες που ορίζουν το περιεχόμενο των κοινωνικών ρόλων και ιδιοτήτων, διαμορφώνοντας τεχνητές ανάγκες και ειδικές ζώνες «αυτογνωσίας» για το εκάστοτε μέλος τής συλλογικής ζωής. Από αυτό το πλέγμα προκαθορισμένων περιθωρίων πράξης είναι αδύνατο το υποκείμενο να αναγνώσει την ιστορική εξέλιξη έξω από το πλαίσιο της καθορισμένης πραγματικότητας που του ορίζουν ως αυθεντικό πεδίο δράσης. Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης καλείται να διαπιστώσει το ολικό αδιέξοδο του ανθρώπινου πολιτισμού στο οποίο συμμετέχει και ο ίδιος ως αναπόσπαστο γρανάζι ατομικής και συλλογικής εκμηδένισης.
Παύλος Ανδριάς, για τον aylogyrosnews